ἡδυλόγος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡδῠλόγος:''' дор. ἁδυλόγος 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[сладкоречивый]], [[вкрадчивый]] ([[κόπις]] [[Λαερτιάδης]] Eur.; [[σοφία]] [[Timon]] ap. Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[сладкозвучный]], [[нежно певучий]] (πνοαὶ μολπαί τε Pind.; [[γλῶσσα]] Anth.).
|elrutext='''ἡδῠλόγος:''' дор. ἁδυλόγος 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[сладкоречивый]], [[вкрадчивый]] ([[κόπις]] [[Λαερτιάδης]] Eur.; [[σοφία]] [[Timon]] ap. Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[сладкозвучный]], [[нежно певучий]] (πνοαὶ μολπαί τε Pind.; [[γλῶσσα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> [[sweet]]-[[speaking]], [[sweet]]-voiced, Pind., Anth.<br /><b class="num">2.</b> of persons, flattering, [[fawning]], Eur.
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> [[sweet]]-[[speaking]], [[sweet]]-voiced, Pind., Anth.<br /><b class="num">2.</b> of persons, flattering, [[fawning]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 3 March 2024

English (LSJ)

Doric ἁδυλόγος, Aeolic ἀδυλόγος, ον, of persons, flattering, fawning, E. Hec. 132 (anap.); as substantive, jester, Ath. 4.165b.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm redend, schmeichelnd; Odysseus, Eur. Hec. 131; σοφία Cratin. in B. A. 335 Timon. S. Emp. adv. eth. 1; γλῶσσα, vom Nestor, Nicarch. 38 (VII, 159); Χάρις Mel. 99 (V, 137); – λύρα ἁδ. Pind. Ol. 6, 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au doux langage, au langage caressant ou persuasif.
Étymologie: ἡδύς, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠλόγος: дор. ἁδυλόγος 2 (ᾱ)
1 сладкоречивый, вкрадчивый (κόπις Λαερτιάδης Eur.; σοφία Timon ap. Sext.);
2 сладкозвучный, нежно певучий (πνοαὶ μολπαί τε Pind.; γλῶσσα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, ον, ἡδυεπής, ἡδέως, ὁμιλῶν, σοφία Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· χάρις Ἀνθ. Π. 5. 137· γλῶσσα αὐτόθι 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, θωπευτικός, Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., ἀστεῖος, ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.

Greek Monolingual

ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)
1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, -ον
(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.)
2. (παροξύτονο) ἡδυλόγος, -ον
α) (για πρόσ.) αυτός που κολακεύει, ο κολακευτικόςἡδυλόγος δημοχαριστής Λαερτιάδης», Ευρ.)
β) ως ουσ.ἡδυλόγος
γελωτοποιός, αστειολόγος.
επίρρ...
ηδυλόγως
κατά τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά φωνή, με γλυκά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αντί-λογος, παρά-λογος].

Greek Monotonic

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, -ον,
1. αυτός που έχει ευχάριστη φωνή, που μιλά με γλυκά λόγια, σε Πίνδ., Ανθ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κολακευτικός, θωπευτικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

1. sweet-speaking, sweet-voiced, Pind., Anth.
2. of persons, flattering, fawning, Eur.