ὀνεία: Difference between revisions
From LSJ
ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη → Tell me, Muse, about the man of many turns, who many ways wandered (Cook translation of Odyssey 1.1)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (elru replacement) |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
German (Pape)
[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.
French (Bailly abrégé)
v. ὄνειος¹.
Russian (Dvoretsky)
ὀνεία: ἡ (sc. δορά) ослиная шкура или кожа Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.
Greek Monolingual
ὀνεία, ἡ (Α)
βλ. όνειος.
Greek Monotonic
ὀνεία: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα, τομάρι γαιδάρου, θηλ. του ὄνειος, σε Βάβρ.