ὀξυγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksygonios
|Transliteration C=oksygonios
|Beta Code=o)cugw/nios
|Beta Code=o)cugw/nios
|Definition=ον, [[acute-angled]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>107a17</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cael.</span>307a2</span>, <span class="bibl">Euc.1</span><span class="title">Def.</span>21, <span class="bibl">Onos.10.16</span> : neut. as [[substantive]], [[acuteangled body]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.50U.</span> (pl.).
|Definition=ὀξυγώνιον, [[acute-angled]], Arist.''Top.''107a17, ''Cael.''307a2, Euc.1''Def.''21, Onos.10.16: neut. as [[substantive]], [[acute-angled body]], Epicur.''Ep.''2p.50U. (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀξυγώνιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[γωνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οξυγώνιο</i><br /><b>μαθημ.</b> [[τρίγωνο]] με όλες τις γωνίες του οξείες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σώμα]] με οξείες γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]] (<b>πρβλ.</b> <i>αμβλυ</i>-[[γώνιος]]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀξυγώνιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[γωνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οξυγώνιο</i><br /><b>μαθημ.</b> [[τρίγωνο]] με όλες τις γωνίες του οξείες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σώμα]] με οξείες γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]] ([[πρβλ]]. [[αμβλυγώνιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυγώνιος Medium diacritics: ὀξυγώνιος Low diacritics: οξυγώνιος Capitals: ΟΞΥΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: oxygṓnios Transliteration B: oxygōnios Transliteration C: oksygonios Beta Code: o)cugw/nios

English (LSJ)

ὀξυγώνιον, acute-angled, Arist.Top.107a17, Cael.307a2, Euc.1Def.21, Onos.10.16: neut. as substantive, acute-angled body, Epicur.Ep.2p.50U. (pl.).

German (Pape)

[Seite 352] spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠγώνιος: остроугольный (μάχαιρα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει οξεία γωνία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο
μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γωνία (πρβλ. αμβλυγώνιος].