ὁμοτέρμων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omotermon
|Transliteration C=omotermon
|Beta Code=o(mote/rmwn
|Beta Code=o(mote/rmwn
|Definition=ον, gen. ονος, [[having the same borders]], [[marching with]] another, μήτε γείτονος μήτε ὁ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>842e</span>, cf. <span class="bibl">D.H.1.9</span>,<span class="bibl">26</span>, al.; ὁμοτέρμονα νῆσον Σικελίης Nic.<span class="title">Fr.</span>5, cf. <span class="bibl">Scyl.22</span>; τινι <span class="bibl">Ath.14</span>. <span class="bibl">625f</span>.
|Definition=ὁμοτέρμον, gen. ονος, [[having the same borders]], [[marching with]] another, μήτε γείτονος μήτε ὁ. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''842e, cf. D.H.1.9,26, al.; ὁμοτέρμονα νῆσον Σικελίης Nic.''Fr.''5, cf. Scyl.22; τινι Ath.14. 625f.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοτέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα [[ίδια]] [[σύνορα]], αυτός που συνορεύει με άλλον, [[γειτονικός]] («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῖαν», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τέρμων]], -<i>ονος</i> «όριο, [[σύνορο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-[[τέρμων]])].
|mltxt=[[ὁμοτέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα [[ίδια]] [[σύνορα]], αυτός που συνορεύει με άλλον, [[γειτονικός]] («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῖαν», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τέρμων]], -<i>ονος</i> «όριο, [[σύνορο]]» ([[πρβλ]]. [[κακοτέρμων]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοτέρμων Medium diacritics: ὁμοτέρμων Low diacritics: ομοτέρμων Capitals: ΟΜΟΤΕΡΜΩΝ
Transliteration A: homotérmōn Transliteration B: homotermōn Transliteration C: omotermon Beta Code: o(mote/rmwn

English (LSJ)

ὁμοτέρμον, gen. ονος, having the same borders, marching with another, μήτε γείτονος μήτε ὁ. Pl.Lg.842e, cf. D.H.1.9,26, al.; ὁμοτέρμονα νῆσον Σικελίης Nic.Fr.5, cf. Scyl.22; τινι Ath.14. 625f.

German (Pape)

[Seite 340] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; μήτε οἰκείου πολίτου γείτονος, μήτε ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοτέρμων: 2, gen. ονος имеющий общую границу, пограничный, сопредельный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοτέρμων: -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, ὅμορος, μήτε γείτονος μήτε ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F.

Greek Monolingual

ὁμοτέρμων, -ον (Α)
αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, αυτός που συνορεύει με άλλον, γειτονικός («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῖαν», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τέρμων, -ονος «όριο, σύνορο» (πρβλ. κακοτέρμων)].