ὑποδειγματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypodeigmatikos
|Transliteration C=ypodeigmatikos
|Beta Code=u(podeigmatiko/s
|Beta Code=u(podeigmatiko/s
|Definition=ή, όν, [[by way of example]], διδασκαλία <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>4.23</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">1.154</span>, <span class="bibl">4.3</span>.
|Definition=ὑποδειγματική, ὑποδειγματικόν, [[by way of example]], διδασκαλία S.E.''M.''4.23. Adv. [[ὑποδειγματικῶς]] ib.1.154, 4.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδειγμᾰτικός Medium diacritics: ὑποδειγματικός Low diacritics: υποδειγματικός Capitals: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypodeigmatikós Transliteration B: hypodeigmatikos Transliteration C: ypodeigmatikos Beta Code: u(podeigmatiko/s

English (LSJ)

ὑποδειγματική, ὑποδειγματικόν, by way of example, διδασκαλία S.E.M.4.23. Adv. ὑποδειγματικῶς ib.1.154, 4.3.

German (Pape)

[Seite 1214] beispielsweise; διδασκαλία S. Emp. adv. arithm. 23, u. oft adv., z. B. ποιεῖσθαι τὴν ὑφήγησιν adv. eth. 47; ὑποδειγματικώτερον 68.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδειγμᾰτικός: пользующийся примерами, наглядный (διδασκαλία Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδειγμᾰτικός: -ή, -όν, παραδειγματικός, διὰ παραδειγμάτων, ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 23. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 1. 154., 4. 3· τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα, τὰ ἐν εἴδει ὑποδείγματος τεθέντα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 383C.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποδειγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -ατος)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια»)
2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α. «υποδειγματική συμπεριφορά» β. «υποδειγματική παράσταση»)
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
υποδειγματικώς / ὑποδειγματικῶς ΝΜΑ, και υποδειγματικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)
μσν.-αρχ.
με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.).