δυνάστευμα: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dynastevma
|Transliteration C=dynastevma
|Beta Code=duna/steuma
|Beta Code=duna/steuma
|Definition=ατος, τό, in plural, [[natural resources]], τὰ δ. τοῦ Αιβάνου <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">3 Ki.</span>2.46c</span>.
|Definition=-ατος, τό, in plural, [[natural resources]], τὰ δ. τοῦ Αιβάνου [[LXX]] ''3 Ki.''2.46c.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνάστευμα Medium diacritics: δυνάστευμα Low diacritics: δυνάστευμα Capitals: ΔΥΝΑΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: dynásteuma Transliteration B: dynasteuma Transliteration C: dynastevma Beta Code: duna/steuma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural, natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. recursos naturales διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c.

German (Pape)

[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.

Greek Monolingual

το (AM δυνάστευμα) δυναστεύω
νεοελλ.
καταδυνάστευση, δεσποτεία
αρχ.
1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο
2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.