πρόχωμα: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prochoma | |Transliteration C=prochoma | ||
|Beta Code=pro/xwma | |Beta Code=pro/xwma | ||
|Definition=ατος, τό, [[earth thrown up before]] a place, [[dam]], IG7.3170.5 (Orchom.Boeot.); [[varia lectio|v.l.]] for [[πρόσχωμα]] in | |Definition=-ατος, τό, [[earth thrown up before]] a place, [[dam]], IG7.3170.5 (Orchom.Boeot.); [[varia lectio|v.l.]] for [[πρόσχωμα]] in [[LXX]] ''2 Ki.''20.15, Str.13.1.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, earth thrown up before a place, dam, IG7.3170.5 (Orchom.Boeot.); v.l. for πρόσχωμα in LXX 2 Ki.20.15, Str.13.1.36.
German (Pape)
[Seite 800] die vor einem Orte aufgeschüttete oder angeschwemmte Erde, Strab., v.l. für πρόσχωμα.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, γῆ συσσεσωρευμένη ἔμπροσθεν τόπου τινὸς ὅπως ἐμποδίσῃ τι, φραγμός, Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1569c., διάφ. γραφ. ἐν Στράβ. ἀντὶ προσχ-.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ προχώννυμι
τεχνητή προεξοχή του εδάφους μπροστά από το χαράκωμα, με μικρό ύψος, κατασκευασμένη από χωμάτινους όγκους
μσν.-αρχ.
χώμα συσσωρευμένο μπροστά από ένα σημείο.