Κιλλικύριοι: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(οἱ)" to "(οἱ)") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Killikyrioi | |Transliteration C=Killikyrioi | ||
|Beta Code=*killiku/rioi | |Beta Code=*killiku/rioi | ||
|Definition=or [[Καλλικύριοι]], οἱ, [[Kallikyrioi]], [[Kallikyrians]], [[class]] of [[serf]]s at [[Syracuse]], | |Definition=or [[Καλλικύριοι]], οἱ, [[Kallikyrioi]], [[Kallikyrians]], [[class]] of [[serf]]s at [[Syracuse]], Arist. ''Fr.''586, prob. in [[Herodotus|Hdt.]]7.155. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κιλλικύριοι''': ἢ Καλλικύριοι, οἱ, [[τάξις]] δούλων ἐν Συρακούσαις, πολλοί τινες τὸ [[πλῆθος]]· [[ὅθεν]] τοὺς καθ’ ὑπερβολὴν πολλοὺς καλλικυρίους ἔλεγον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 544-5, ἰδὲ Ruhnk. εἰς Τίμαι. σ. 56· [[ἐντεῦθεν]] πιθανῶς διορθωτέον Κιλλικυρίων ἐν Ἡροδ. 7. 155 ἀντὶ τῶν διαφ. γραφῶν τῶν Ἀντιγράφ. Κυλλυρίων, Κιλλυρίων, Κυλληρίων. | |lstext='''Κιλλικύριοι''': ἢ Καλλικύριοι, οἱ, [[τάξις]] δούλων ἐν Συρακούσαις, πολλοί τινες τὸ [[πλῆθος]]· [[ὅθεν]] τοὺς καθ’ ὑπερβολὴν πολλοὺς καλλικυρίους ἔλεγον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 544-5, ἰδὲ Ruhnk. εἰς Τίμαι. σ. 56· [[ἐντεῦθεν]] πιθανῶς διορθωτέον Κιλλικυρίων ἐν Ἡροδ. 7. 155 ἀντὶ τῶν διαφ. γραφῶν τῶν Ἀντιγράφ. Κυλλυρίων, Κιλλυρίων, Κυλληρίων. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=οἱ, s. [[Κυλλύριοι]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
or Καλλικύριοι, οἱ, Kallikyrioi, Kallikyrians, class of serfs at Syracuse, Arist. Fr.586, prob. in Hdt.7.155.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
classe d'esclaves, à Syracuse.
Étymologie: DELG sans explication.
Greek (Liddell-Scott)
Κιλλικύριοι: ἢ Καλλικύριοι, οἱ, τάξις δούλων ἐν Συρακούσαις, πολλοί τινες τὸ πλῆθος· ὅθεν τοὺς καθ’ ὑπερβολὴν πολλοὺς καλλικυρίους ἔλεγον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 544-5, ἰδὲ Ruhnk. εἰς Τίμαι. σ. 56· ἐντεῦθεν πιθανῶς διορθωτέον Κιλλικυρίων ἐν Ἡροδ. 7. 155 ἀντὶ τῶν διαφ. γραφῶν τῶν Ἀντιγράφ. Κυλλυρίων, Κιλλυρίων, Κυλληρίων.
German (Pape)
οἱ, s. Κυλλύριοι.
Russian (Dvoretsky)
Κιλλικύριοι: или Κυλλύριοι οἱ килли(ки)рии (особый разряд сиракузских рабов) Her.
Frisk Etymological English
Meaning: οἱ ἐπεισελθόντες γεωμόροι δοῦλοι δε ἦσαν οὗτοι καὶ τοὺς κυρίους ἐξέβαλον H. slaves in Syracuse.
Other forms: also Καλλικύριοι (Arist.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: See Paus. Gr. p. 188 Erbse. The name is unexplained.