τρισθανής: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αξίζει να θανατωθεί [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θνῄσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡμι</i>-<i>θανής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αξίζει να θανατωθεί [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θνῄσκω]]), [[πρβλ]]. [[ἡμιθανής]]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:50, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τρισθᾰνής: -ές, τρὶς ἄξιος θανάτου, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 170· ― τρισθάνατος, ον, Σχόλ. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που του αξίζει να θανατωθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + -θανής (< θνῄσκω), πρβλ. ἡμιθανής].

Russian (Dvoretsky)

τρισθᾰνής: трижды достойный смерти Anth.

German (Pape)

ές, dreimal gestorben, dreimal des Todes würdig, Greg.Naz.