κυλλόπους: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyllopous | |Transliteration C=kyllopous | ||
|Beta Code=kullo/pous | |Beta Code=kullo/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, | |Definition=ὁ, ἡ, κυλλόπουν, τό, gen. ποδος, [[club-footed]], Aristodem.8; θεοί Agatharch.7. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, κυλλόπουν, τό, gen. ποδος, club-footed, Aristodem.8; θεοί Agatharch.7.
Greek (Liddell-Scott)
κυλλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, χωλόπους, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.
Greek Monolingual
κυλλόπους, -πουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + -πους (< πούς), πρβλ. πλατύπους, ωκύπους].
German (Pape)
-ποδος, ὁ, = κυλλοποδίων, Aristodem. bei Ath. VIII.338a.