κοσκινίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koskinizo
|Transliteration C=koskinizo
|Beta Code=koskini/zw
|Beta Code=koskini/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κοσκινεύω]], Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.<span class="title">Am.</span>9.9, <span class="title">Gp.</span>13.15.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[thrash]], [[beat]], Hierocl.<span class="title">Facet.</span>209 (Pass.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> = [[κοσκινεύω]], Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.''Am.''9.9, ''Gp.''13.15.4.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[thrash]], [[beat]], Hierocl.''Facet.''209 (Pass.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνίζω Medium diacritics: κοσκινίζω Low diacritics: κοσκινίζω Capitals: ΚΟΣΚΙΝΙΖΩ
Transliteration A: koskinízō Transliteration B: koskinizō Transliteration C: koskinizo Beta Code: koskini/zw

English (LSJ)

A = κοσκινεύω, Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.Am.9.9, Gp.13.15.4.
II metaph., thrash, beat, Hierocl.Facet.209 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσκινίζω: ὡς καὶ νῦν, = κοσκινεύω, Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ.

Greek Monolingual

και κοσκινάω (ΑM κοσκινίζω) κόσκινον
διαχωρίζω λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, καθαρίζω αλεύρι, όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το κόσκινο
νεοελλ.
1. εξετάζω λεπτομερώς, πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την υπόθεση και θα τά βγάλει όλα στη φόρα»)
2. παροιμ. «όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν κάτι από νωθρότητα
μσν.-αρχ.
χτυπώ, μαστιγώνω.

German (Pape)

κοσκινεύω, Diosc. und andere Spätere