λυγγούριον: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (pape replacement)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lyggoyrion
|Transliteration C=lyggoyrion
|Beta Code=luggou/rion
|Beta Code=luggou/rion
|Definition=τό (derived by the ancients from [[λύγξ]], [[οὖρον]], and supposed to be the coagulated urine of the lynx, Dsc.2.81, Plu.2.962f, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.119</span>), a kind of [[amber]] (glossed by [[ἤλεκτρον]], Hsch., cf. <span class="bibl">Str. 4.6.2</span>), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>28</span>, <span class="title">IG</span>11(2).161 <span class="title">B</span>49 (Delos, iii B.C.), al., 22.1534.100, <span class="bibl">Str.4.5.3</span> (pl.):—also written λυγκούριον, λιγκούριον, and λιγγούριον in codd.; λογγούριον <span class="bibl">Aët.2.35</span>.
|Definition=τό (derived by the ancients from [[λύγξ]], [[οὖρον]], and supposed to be the coagulated urine of the lynx, Dsc.2.81, Plu.2.962f, S.E.''P.''1.119), a kind of [[amber]] (glossed by [[ἤλεκτρον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. Str. 4.6.2), [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 28, ''IG''11(2).161 ''B''49 (Delos, iii B.C.), al., 22.1534.100, Str.4.5.3 (pl.):—also written λυγκούριον, λιγκούριον, and λιγγούριον in codd.; λογγούριον Aët.2.35.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ambre fossile.<br />'''Étymologie:''' [[λύγξ]]¹, [[οὐρέω]]¹.
|btext=ου (τό) :<br />[[ambre fossile]].<br />'''Étymologie:''' [[λύγξ]]¹, [[οὐρέω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυγγούριον]] και [[λυγκούριον]] και [[λιγγούριον]] και [[λιγκούριον]] και λογγούριον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[είδος]] εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, [[κατά]] τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα [[ούρα]] του ζώου [[λυγξ]] και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή [[θήλυ]], ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα<br /><b>2.</b> [[είδος]] υακίνθου<br /><b>3.</b> ο [[τουρμαλίνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγξ]] (I), -<i>γκός</i> (-<i>γγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οὖρον]] (<span style="color: red;"><</span> οὐρῶ). Οι τ. [[λιγκούριον]] και <i>λογγούριον</i> [[είναι]] πιθ. εσφ. γρφ. του τ.].
|mltxt=[[λυγγούριον]] και [[λυγκούριον]] και [[λιγγούριον]] και [[λιγκούριον]] και λογγούριον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[είδος]] εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, [[κατά]] τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα [[ούρα]] του ζώου [[λυγξ]] και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή [[θήλυ]], ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα<br /><b>2.</b> [[είδος]] υακίνθου<br /><b>3.</b> ο [[τουρμαλίνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγξ]] (I), -<i>γκός</i> (-<i>γγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οὖρον]] (<span style="color: red;"><</span> οὐρῶ). Οι τ. [[λιγκούριον]] και <i>λογγούριον</i> [[είναι]] πιθ. εσφ. γρφ. του τ.].
}}
{{pape
|ptext=τό, Plut. <i>Sol. an</i>. 4, s. [[λυγκούριον]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[a kind of amber]] (Thphr.)<br />Other forms: also <b class="b3">λιγγ-</b>, <b class="b3">λιγκ-</b>; note <b class="b3">λυγκούριον τὸ ἤλεκτρον</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]/LW [loanword] Eur.<br />Etymology: See also s. [[λύγξ]] 2. [[λυγγούριον]] (<b class="b3">λυγκ-</b>, <b class="b3">λιγκ-</b> a. o.) n. kind of amber (Thphr., Delos IIIa, Str. usw.), subst. bahuvrihi of [[λύγξ]] and [[οὖρον]], as the stone was considered as urine of the lynx. -- As to [[λυγγούριον]], it has variants <b class="b3">λογούριον ὕελος</b>, [[Λάκωνες]] H and <b class="b3">λογούριον ὕαλος Η</b>, which rather show that it is a foreign word, from which the explanation with the urine arose; it is just a folketymol. phantasy. Fur. 278 n. 43.
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[a kind of amber]] (Thphr.)<br />Other forms: also <b class="b3">λιγγ-</b>, <b class="b3">λιγκ-</b>; note <b class="b3">λυγκούριον τὸ ἤλεκτρον</b> [[H]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]/LW [loanword] Eur.<br />Etymology: See also s. [[λύγξ]] 2. [[λυγγούριον]] (<b class="b3">λυγκ-</b>, <b class="b3">λιγκ-</b> a. o.) n. kind of amber (Thphr., Delos IIIa, Str. usw.), subst. bahuvrihi of [[λύγξ]] and [[οὖρον]], as the stone was considered as urine of the lynx. -- As to [[λυγγούριον]], it has variants <b class="b3">λογούριον ὕελος</b>, [[Λάκωνες]] H and <b class="b3">λογούριον ὕαλος Η</b>, which rather show that it is a foreign word, from which the explanation with the urine arose; it is just a folketymol. phantasy. Fur. 278 n. 43.
}}
{{pape
|ptext=τό, Plut. <i>Sol. an</i>. 4, s. [[λυγκούριον]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγγούριον Medium diacritics: λυγγούριον Low diacritics: λυγγούριον Capitals: ΛΥΓΓΟΥΡΙΟΝ
Transliteration A: lyngoúrion Transliteration B: lyngourion Transliteration C: lyggoyrion Beta Code: luggou/rion

English (LSJ)

τό (derived by the ancients from λύγξ, οὖρον, and supposed to be the coagulated urine of the lynx, Dsc.2.81, Plu.2.962f, S.E.P.1.119), a kind of amber (glossed by ἤλεκτρον, Hsch., cf. Str. 4.6.2), Thphr. De Lapidibus 28, IG11(2).161 B49 (Delos, iii B.C.), al., 22.1534.100, Str.4.5.3 (pl.):—also written λυγκούριον, λιγκούριον, and λιγγούριον in codd.; λογγούριον Aët.2.35.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.

Greek Monolingual

λυγγούριον και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α)
1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα του ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή θήλυ, ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα
2. είδος υακίνθου
3. ο τουρμαλίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγξ (I), -γκός (-γγός) + οὖρον (< οὐρῶ). Οι τ. λιγκούριον και λογγούριον είναι πιθ. εσφ. γρφ. του τ.].

German (Pape)

τό, Plut. Sol. an. 4, s. λυγκούριον.

Russian (Dvoretsky)

λυγγούριον: τό красная амбра Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: a kind of amber (Thphr.)
Other forms: also λιγγ-, λιγκ-; note λυγκούριον τὸ ἤλεκτρον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]/LW [loanword] Eur.
Etymology: See also s. λύγξ 2. λυγγούριον (λυγκ-, λιγκ- a. o.) n. kind of amber (Thphr., Delos IIIa, Str. usw.), subst. bahuvrihi of λύγξ and οὖρον, as the stone was considered as urine of the lynx. -- As to λυγγούριον, it has variants λογούριον ὕελος, Λάκωνες H and λογούριον ὕαλος Η, which rather show that it is a foreign word, from which the explanation with the urine arose; it is just a folketymol. phantasy. Fur. 278 n. 43.