ὕσκλος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ysklos
|Transliteration C=ysklos
|Beta Code=u(/sklos
|Beta Code=u(/sklos
|Definition=ὁ, [[the latchet]] or [[eyelets of a sandal]], <b class="b3">ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων</b>, Hsch.; <b class="b3">ὕσκλοι· ἀγκύλοι</b>, Theognost.<span class="title">Can.</span>24; written ὕσχλος in <span class="bibl">Poll.7.80</span>; <b class="b3">τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα</b>, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span> p.25</span> B . . hence [[ἕπτυσχλος]], [[ἐννήϋσκλοι]].
|Definition=ὁ, the [[latchet]] or [[eyelet]]s of a [[sandal]], <b class="b3">ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; ὕσκλοι· ἀγκύλοι, Theognost.''Can.''24; written ὕσχλος in Poll.7.80; <b class="b3">τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα</b>, Phryn.''PS'' p.25 B.. hence [[ἕπτυσχλος]], [[ἐννήϋσκλοι]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕσκλος Medium diacritics: ὕσκλος Low diacritics: ύσκλος Capitals: ΥΣΚΛΟΣ
Transliteration A: hýsklos Transliteration B: hysklos Transliteration C: ysklos Beta Code: u(/sklos

English (LSJ)

ὁ, the latchet or eyelets of a sandal, ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων, Hsch.; ὕσκλοι· ἀγκύλοι, Theognost.Can.24; written ὕσχλος in Poll.7.80; τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα, Phryn.PS p.25 B.. hence ἕπτυσχλος, ἐννήϋσκλοι.

Greek (Liddell-Scott)

ὕσκλος: ὁ, ἡ ἄκρα (corrigiae ansulae) σανδαλίου ὅπου ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ ὑπόδημα εἰς τὸν πόδα, Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 80· ἐντεῦθεν ἕπτυσκλος, ἐννέϋσκλος· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.

Frisk Etymology German

ὕσκλος: ὕσχλος
{húsklos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Vorrichtung (ἀγκύλη, βρόχος) an der Sandale, in der die Riemen befestigt wurden’ (Phryn. PS, Poll., H., Theognost.); ἐννήῢσκλοι· ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων H., ἕπτυσχλοι· ἀνδρεῖον ὑπόδημα H. (Hermipp. 67).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft.
Page 2,974

German (Pape)

od. ὕσχλος, ὁ, auch ἴσκλος od. ἴσχλος, die Ränder und Öfen an den Sohlen, die mit durchgezogenem Riemen über dem Fuße festgeschnürt wurden, doch so, daß der größte Teil des Oberfußes unbedeckt blieb; Sp. und Vetera Lexica.