ζευκτός: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zefktos | |Transliteration C=zefktos | ||
|Beta Code=zeukto/s | |Beta Code=zeukto/s | ||
|Definition= | |Definition=ζευκτή, ζευκτόν, ([[ζεύγνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[yoked]], [[harnessed]], Plu.2.278b, etc.; [[joined in pairs]], κάλαμοι Pl.''Epigr.''24.4; <b class="b3">στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί</b>, of the pentameter, ''AP''7.9 (Damag.).<br><span class="bld">2</span> [[joined]], πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός Str. 10.2.8.<br><span class="bld">II</span> [[ζευκτόν]], τό, = ζεῦγος 1.2, Sor.1.49, prob. in Aët.9.30. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />attelé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζεύγνυμι]]. | |btext=ή, όν :<br />[[attelé]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ζευκτή, ζευκτόν, (ζεύγνυμι)
A yoked, harnessed, Plu.2.278b, etc.; joined in pairs, κάλαμοι Pl.Epigr.24.4; στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, of the pentameter, AP7.9 (Damag.).
2 joined, πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός Str. 10.2.8.
II ζευκτόν, τό, = ζεῦγος 1.2, Sor.1.49, prob. in Aët.9.30.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
attelé.
Étymologie: adj. verb. de ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ζευκτός: [adj. verb. к ζεύγνυμι
1 запряженный (ὀχήματα Plut.);
2 соединенный (κάλαμοι Plat.): στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί Anth. стих, присоединенный к героическому, т. е. пентаметр.
Greek (Liddell-Scott)
ζευκτός: ή, όν ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ζεύγνυμι, ἐζευγμένος, Πλούτ. 2. 278Β, κτλ.· συνδεδεμένος κατὰ ζεύγη, κάλαμοι Πλάτ. Ἐπιγρ. 21. 4 Bgk.· στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, ἐπὶ τοῦ πενταμέτρου, Ἀνδ. Π. 7. 9. 2) συνδεδεμένος, συνεζευγμένος, γεφύρᾳ, ζευκτὸς Στράβ. 452. ΙΙ. ζευκτόν, τό, σῶμα στρατιωτῶν πορευομένων ἀνὰ δύο Ἀνών. Παρὰ Δουκαγγ.
Greek Monolingual
και ζευτός, -ή, -ό (Α ζευκτός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό
(στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός της στέγης που αποτελείται από συναρμογή ξύλων ή από μέταλλο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
ο ζυγός
αρχ.
1. συνδεδεμένος κατά ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», Πλάτ.
β. για το πεντάμετρο: «στίχος ζευκτῷ ποδί», Ανθ. Παλ.)
2. ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός», Στράβ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
η συρόμενη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τός < ζευγ-τός < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. yukta-].