ἀριστοπόνος: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aristoponos | |Transliteration C=aristoponos | ||
|Beta Code=a)ristopo/nos | |Beta Code=a)ristopo/nos | ||
|Definition= | |Definition=ἀριστοπόνον,<br><span class="bld">A</span> [[working excellently]], χεῖρες Pi.''O.''7.51; μέλισσα Ps.-Phoc.171; ὑμέναιοι ''AP''9.466: pl., [[ἀριστοπονῆες]], as if from ἀριστοπονεύς, Man.4.512. Adv. [[ἀριστοπόνως]] ''App.Anth.''3.182.<br><span class="bld">II</span> [[excellently]] [[wrought]], μέλαθρον [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 44.79. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀριστοπόνον,
A working excellently, χεῖρες Pi.O.7.51; μέλισσα Ps.-Phoc.171; ὑμέναιοι AP9.466: pl., ἀριστοπονῆες, as if from ἀριστοπονεύς, Man.4.512. Adv. ἀριστοπόνως App.Anth.3.182.
II excellently wrought, μέλαθρον Nonn. D. 44.79.
German (Pape)
[Seite 353] am besten arbeitend, χείρ Pind. Ol. 7, 51; μέλισσα Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοπόνος:
1 отлично работающий, искусный (χεῖρες Pind.);
2 искусно составленный (ὑμέναιοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστοπόνος: -ον, ἐξόχως ἐργαζόμενος, χεῖρες Πινδ. Ο. 7. 94· μέλισσα Ψευδο-Φωκυλ. 159· ὁ Μανέθων ἔχει πληθ. ἀριστοπονῆες, ὡς εἰ ἐσχηματίσθη ἐξ ὀνομαστ. ἀριστοπονεύς, 4. 512. ― Ἐπίρρ. -νως Κραμήρου Παρισ. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 281.
Greek Monolingual
ἀριστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -πόνος < πένομαι «εργάζομαι για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω ανάγκη, είμαι πτωχός»].