κυδωνόμελι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kydonomeli
|Transliteration C=kydonomeli
|Beta Code=kudwno/meli
|Beta Code=kudwno/meli
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drink made from quinces and honey</b>, Dsc.5.21, <span class="bibl">Orib.5.25.16</span>.</span>
|Definition=τό, [[drink made from quinces and honey]], Dsc.5.21, Orib.5.25.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''κυδωνόμελι''': τό, «[[μηλόμελι]] δέ, ὃ καὶ [[κυδωνόμελι]] ὀνομάζεται, σκευάζεται οὕτω· μήλων κυδωνίων ἐξαιρεθέντων τὰ σπέρματα καὶ βληθέντων εἰς [[μέλι]] ὅ,τι πλεῖστον, [[ὥστε]] ἐνεσφηνῶσθαι, γίνεται προσηνὲς μετ’ ἐνιαυτόν» Διοσκ. 5. 29.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κυδωνόμελι]])<br />[[μέλι]] [[μέσα]] στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνι]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] ([[πρβλ]]. [[αγριόμελι]], [[ροδόμελι]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠδωνόμελι Medium diacritics: κυδωνόμελι Low diacritics: κυδωνόμελι Capitals: ΚΥΔΩΝΟΜΕΛΙ
Transliteration A: kydōnómeli Transliteration B: kydōnomeli Transliteration C: kydonomeli Beta Code: kudwno/meli

English (LSJ)

τό, drink made from quinces and honey, Dsc.5.21, Orib.5.25.16.

German (Pape)

[Seite 1525] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κυδωνόμελι: τό, «μηλόμελι δέ, ὃ καὶ κυδωνόμελι ὀνομάζεται, σκευάζεται οὕτω· μήλων κυδωνίων ἐξαιρεθέντων τὰ σπέρματα καὶ βληθέντων εἰς μέλι ὅ,τι πλεῖστον, ὥστε ἐνεσφηνῶσθαι, γίνεται προσηνὲς μετ’ ἐνιαυτόν» Διοσκ. 5. 29.

Greek Monolingual

το (Α κυδωνόμελι)
μέλι μέσα στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι + μέλι (πρβλ. αγριόμελι, ροδόμελι)].