μεριστός: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meristos | |Transliteration C=meristos | ||
|Beta Code=meristo/s | |Beta Code=meristo/s | ||
|Definition= | |Definition=μεριστή, μεριστόν,<br><span class="bld">A</span> [[divided]], Pl.''Prm.''144d; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.''Ti.''35a; <b class="b3">μ. ψυχαί, φύσεις</b>, [[separate]], [[individual]], Jul.''Or.''4.151c; [[δημιουργία]] ib. 144a, ''Or.''5.179b, cf. Plot.1.1.8; <b class="b3">ὁ μ. λόγος</b> reason [[with its inevitable distinctions]], Dam.''Pr.''41.<br><span class="bld">II</span> [[divisible]], Pl.''Prm.''131c; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής Arist. ''de An.''402b1; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. Id.''Ph.''239a22, cf. Timo 76; <b class="b3">ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας</b> [[divisible among]] them, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1130b32; τὸ μ. Iamb. ''Comm.Math.''1. Adv. [[μεριστῶς]] Id.''Myst.''1.18, Porph.''Sent.''33, Procl.''Inst.''195. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[partagé]], [[divisé]];<br /><b>2</b> | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[partagé]], [[divisé]];<br /><b>2</b> qu'on peut partager, divisible.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
μεριστή, μεριστόν,
A divided, Pl.Prm.144d; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.Ti.35a; μ. ψυχαί, φύσεις, separate, individual, Jul.Or.4.151c; δημιουργία ib. 144a, Or.5.179b, cf. Plot.1.1.8; ὁ μ. λόγος reason with its inevitable distinctions, Dam.Pr.41.
II divisible, Pl.Prm.131c; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής Arist. de An.402b1; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. Id.Ph.239a22, cf. Timo 76; ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας divisible among them, Arist.EN1130b32; τὸ μ. Iamb. Comm.Math.1. Adv. μεριστῶς Id.Myst.1.18, Porph.Sent.33, Procl.Inst.195.
German (Pape)
[Seite 135] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 partagé, divisé;
2 qu'on peut partager, divisible.
Étymologie: μερίζω.
Russian (Dvoretsky)
μεριστός:
1 разделенный Plat.;
2 делимый (μ. ἢ ἀμερής Arst., Plut.): μ. εἰς ἄπειρα Arst. делимый до бесконечности.
Greek (Liddell-Scott)
μεριστός: -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. διαιρετός, αὐτόθι 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ ψυχή ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ χρόνος εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων μέρος εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM μεριστός, -ή, -όν) μερίζω
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί
2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.)
αρχ.
φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» — η επιμέρους δημιουργία, τα καθέκαστα της δημιουργίας
β) «μεριστός λόγος» — λόγος που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του.
επίρρ...
μεριστῶς (ΑM)
με διαιρετό τρόπο.
Greek Monotonic
μεριστός: -ή, -όν, διαιρεμένος, αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, σε Πλάτ., Αριστ.