ὁριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oristis
|Transliteration C=oristis
|Beta Code=o(risth/s
|Beta Code=o(risth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who marks the boundaries]] : in plural, [[officers appointed to settle boundaries]], public or private, <span class="title">IG</span>12.94.7, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Eux.</span>16</span>, <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.2, al., <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>21</span>; the chief being called [[γαμέτρας]] (γεωμέτρης), <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.187, cf. <span class="bibl">Poll.9.9</span>, <span class="title">AB</span>287. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[one who determines]], δικαίων <span class="bibl">D.15.29</span>, cf. <span class="bibl">Hermog. <span class="title">Stat.</span>8</span>, <span class="bibl">Plot.5.1.5</span>.</span>
|Definition=ὁριστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who marks the boundaries]]: in plural, [[officers appointed to settle boundaries]], public or private, ''IG''12.94.7, Hyp.''Eux.''16, ''Tab.Heracl.''1.2, al., Plu.''TG''21; the chief being called [[γαμέτρας]] ([[γεωμέτρης]]), ''Tab.Heracl.''1.187, cf. Poll.9.9, ''AB''287.<br><span class="bld">II</span> [[one who determines]], δικαίων D.15.29, cf. Hermog. ''Stat.''8, Plot.5.1.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui établit des règles.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[celui qui établit des règles]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁριστής]], ὁ (ΑΜ) [[ορίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηγεμόνας]], [[διοικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καθορίζει τα όρια, τα [[σύνορα]]<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>οἱ ὁρισταί</i><br />υπάλληλοι εντεταλμένοι από την [[πολιτεία]] για τον καθορισμό τών συνόρων στα [[δημόσια]] ή ιδιωτικά κτήματα<br /><b>3.</b> αυτός που παίρνει αποφάσεις και διατάζει («τῶν δ' ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῦν
|mltxt=[[ὁριστής]], ὁ (ΑΜ) [[ορίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηγεμόνας]], [[διοικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καθορίζει τα όρια, τα [[σύνορα]]<br /><b>2.</b> (<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>οἱ ὁρισταί</i><br />υπάλληλοι εντεταλμένοι από την [[πολιτεία]] για τον καθορισμό τών συνόρων στα [[δημόσια]] ή ιδιωτικά κτήματα<br /><b>3.</b> αυτός που παίρνει αποφάσεις και διατάζει («τῶν δ' ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῦν
τες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίνονται», <b>Δημοσθ.</b>).
τες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίνονται», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁριστής Medium diacritics: ὁριστής Low diacritics: οριστής Capitals: ΟΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: horistḗs Transliteration B: horistēs Transliteration C: oristis Beta Code: o(risth/s

English (LSJ)

ὁριστοῦ, ὁ,
A one who marks the boundaries: in plural, officers appointed to settle boundaries, public or private, IG12.94.7, Hyp.Eux.16, Tab.Heracl.1.2, al., Plu.TG21; the chief being called γαμέτρας (γεωμέτρης), Tab.Heracl.1.187, cf. Poll.9.9, AB287.
II one who determines, δικαίων D.15.29, cf. Hermog. Stat.8, Plot.5.1.5.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, der Begränzende, Gränzbestimmer, übh. der Etwas festsetzt, τῶν Ἑλλήνων δικαίων οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίγνονται, Dem. 15, 29; Sp. Nach B. A. 287 eine eigene ἀρχή, ἥτις ἀφώριζε τὰ ἴδια καὶ τὰ δημόσια οἰκοδομήματα πρὸς τὰ οἰκεῖα ἑκάστου μέτρα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui établit des règles.
Étymologie: ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὁριστής: οῦ ὁ определяющий границы (οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι Dem.); у римлян = triumvir agris dividundis Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁριστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁρίζων διὰ σημείων τὰ ὅρια˙ ἐν τῷ πληθ., ὑπάλληλοι τεταγμένοι ὅπως θέτωσι σημεῖα εἰς τὰ ὅρια εἴτε δημόσια εἴτε ἰδιωτικά, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξεν. σ. 9, Schneidewin, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 21, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. 5774. 2, 7, κ. ἀλλ.˙ ὁ πρῶτος αὐτῶν ἐκαλεῖτο γαμέτρας (γεωμέτρης) αὐτόθι 187˙ πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9, Α. Β. 287, Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 705. ΙΙ. ὁ ὁρίζων τι, ὁ ἀποφασίζων, τῶν δ’ Ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίνονται Δημ. 199. 17.

Greek Monolingual

ὁριστής, ὁ (ΑΜ) ορίζω
μσν.
ηγεμόνας, διοικητής
αρχ.
1. αυτός που καθορίζει τα όρια, τα σύνορα
2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ ὁρισταί
υπάλληλοι εντεταλμένοι από την πολιτεία για τον καθορισμό τών συνόρων στα δημόσια ή ιδιωτικά κτήματα
3. αυτός που παίρνει αποφάσεις και διατάζει («τῶν δ' ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῦν τες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίνονται», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

ὁριστής: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. αυτός που θέτει με σημάδια τα όρια· στον πληθ., αξιωματούχοι επιφορτισμένοι να καθορίζουν τα σύνορα, σε Πλούτ.
II. αυτός που αποφασίζει, σε Δημ.

Middle Liddell

ὁριστής, οῦ, ὁ, ὁρίζω
I. one who marks the boundaries; in plural officers appointed to settle boundaries, Plut.
II. one who determines, Dem.