ρυτήρ: Difference between revisions
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτήρας]].<br /> <b>(II)</b><br />-ῆρος, ὁ, θηλ. [[ῥύτειρα]] και ([[ῥυστήρ]], -ῆρος, Α<br />αυτός που σώζει, [[λυτρωτής]], [[σωτήρας]], [[απελευθερωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του <i>ἐρυω</i> (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥύσιος]], [[ῥῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτήρας]].<br /> <b>(II)</b><br />-ῆρος, ὁ, θηλ. [[ῥύτειρα]] και ([[ῥυστήρ]], -ῆρος, Α<br />αυτός που σώζει, [[λυτρωτής]], [[σωτήρας]], [[απελευθερωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του <i>ἐρυω</i> (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥύσιος]], [[ῥῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[πυρσευτήρ]]). Ο τ. [[ῥυστήρ]] εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[λουρί]], [[σωτήρας]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[λουρί]], [[σωτήρας]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 11 May 2023
Greek Monolingual
(I)
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. ρυτήρας.
(II)
-ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, -ῆρος, Α
αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευτήρ). Ο τ. ῥυστήρ εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-].
Mantoulidis Etymological
(=λουρί, σωτήρας). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.