νεφρίτης: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nefritis | |Transliteration C=nefritis | ||
|Beta Code=nefri/ths | |Beta Code=nefri/ths | ||
|Definition=[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = [[νεφριαῖος]], [[σφόνδυλος]], i.e. the first vertebra of the sacrum, | |Definition=[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = [[νεφριαῖος]], [[σφόνδυλος]], i.e. the first vertebra of the sacrum, Poll.2.179; νόσον νεφρῖτιν Th.7.15; φθίσις ν. Hp.''Int.''15: also as [[substantive]] [[νεφρῖτις]] (''[[sc.]]'' [[νόσος]]), ἡ, Id.''Coac.''502: in plural, Id.''Aph.''3.31, Dsc.1.14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[νεφρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] που [[είναι]] [[ένας]] από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπόνδυλος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στους νεφρούς, ο [[πρώτος]] [[σπόνδυλος]] του κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=ο (Α [[νεφρίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] που [[είναι]] [[ένας]] από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπόνδυλος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στους νεφρούς, ο [[πρώτος]] [[σπόνδυλος]] του κόκκυγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ωμίτης]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephrite</i>, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ὁ, <i>[[nierenähnlich]]</i>, Sp. | |ptext=ὁ, <i>[[nierenähnlich]]</i>, Sp. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = νεφριαῖος, σφόνδυλος, i.e. the first vertebra of the sacrum, Poll.2.179; νόσον νεφρῖτιν Th.7.15; φθίσις ν. Hp.Int.15: also as substantive νεφρῖτις (sc. νόσος), ἡ, Id.Coac.502: in plural, Id.Aph.3.31, Dsc.1.14.
Greek Monolingual
ο (Α νεφρίτης)
νεοελλ.
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό που είναι ένας από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την κατασκευή κοσμημάτων
αρχ.
ο σπόνδυλος που βρίσκεται κοντά στους νεφρούς, ο πρώτος σπόνδυλος του κόκκυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + επίθ. -ίτης (πρβλ. ωμίτης). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nephrite, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].
German (Pape)
ὁ, nierenähnlich, Sp.