σφακτός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
mNo edit summary
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfaktos
|Transliteration C=sfaktos
|Beta Code=sfakto/s
|Beta Code=sfakto/s
|Definition=ή, όν, [[slain]], [[slaughtered]], δαίς <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1078</span> (lyr.) θηρία <span class="title">Rev.Arch.</span>30(1929).29 (Gortyn, iv A.D.).
|Definition=σφακτή, σφακτόν, [[slain]], [[slaughtered]], δαίς [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1078 (lyr.) θηρία ''Rev.Arch.''30(1929).29 (Gortyn, iv A.D.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφακτός''': -ή, -όν, ἐσφασμένος, πεφονευμένος, σφακτὰν κυσὶ φοινίαν δαῖτα Εὐρ. Ἑκ. 1077.
|lstext='''σφακτός''': -ή, -όν, ἐσφαγμένος, πεφονευμένος, σφακτὰν κυσὶ φοινίαν δαῖτα Εὐρ. Ἑκ. 1077.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[σφαχτός]].
|mltxt=[[σφαχτός]], -ή, -ό / [[σφακτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σφάζω]]<br />αυτός που θανατώθηκε με [[σφαγή]], σφαγμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σφαχτό</i><br />α) το [[σφάγιο]], το [[σφαχτάρι]]<br />β) το [[βόσκημα]] που προορίζεται για [[σφαγή]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφακτός Medium diacritics: σφακτός Low diacritics: σφακτός Capitals: ΣΦΑΚΤΟΣ
Transliteration A: sphaktós Transliteration B: sphaktos Transliteration C: sfaktos Beta Code: sfakto/s

English (LSJ)

σφακτή, σφακτόν, slain, slaughtered, δαίς E.Hec.1078 (lyr.) θηρία Rev.Arch.30(1929).29 (Gortyn, iv A.D.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
égorgé, immolé.
Étymologie: σφάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφακτός -ή -όν [σφάζω] afgeslacht, geslacht, afgemaakt.

German (Pape)

geschlachtet, gemordet, σφακτὰν δαῖτα Eur. Hec. 1077.

Russian (Dvoretsky)

σφακτός: [adj. verb. к σφάζω заколотый, зарезанный: σφακτὴ κυσὶν δαίς Eur. зарезанная (и брошенная) собакам добыча.

Spanish

sacrificado

Greek (Liddell-Scott)

σφακτός: -ή, -όν, ἐσφαγμένος, πεφονευμένος, σφακτὰν κυσὶ φοινίαν δαῖτα Εὐρ. Ἑκ. 1077.

Greek Monolingual

σφαχτός, -ή, -ό / σφακτός, -ή, -όν, ΝΑ σφάζω
αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό
α) το σφάγιο, το σφαχτάρι
β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή.