δυσεξέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysekselegktos
|Transliteration C=dysekselegktos
|Beta Code=dusece/legktos
|Beta Code=dusece/legktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to refute</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>85c</span> (Sup.), <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>164</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">hard to discover</b>, φάρμακα <span class="bibl">D.H.3.5</span>.</span>
|Definition=δυσεξέλεγκτον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to refute]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 85c (Sup.), Ptol.''Tetr.''164.<br><span class="bld">II</span> [[hard to discover]], φάρμακα D.H.3.5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de refutar]] λόγοι Pl.<i>Phd</i>.85c, de pers., Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.29.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de descubrir]] φάρμακα D.H.3.5.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0679.png Seite 679]] 1) schwer zu widerlegen, Plat. Phaedr. 85 c. – 2) schwer zu entdecken, καὶ ἀφανῆ φάρμακα Dion. Hal. 3, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à convaincre]], [[à réfuter]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἐξελέγχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξέλεγκτος:''' [[трудный для опровержения]] (λόγοι Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''δυσεξέλεγκτος''': -ον, = [[δυσέλεγκτος]], δυσκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ. Φαίδωνι 85D. ΙΙ. δυσκόλως ἀνακαλυπτόμενος, φάρμακα Διον. Ἁλ. 3. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[δυσεξέλεγκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξέλεγκτος:''' -ον ([[ἐξελέγχω]]), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]] εξέλεγκτος, ον [[ἐξελέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξέλεγκτος Medium diacritics: δυσεξέλεγκτος Low diacritics: δυσεξέλεγκτος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: dysexélenktos Transliteration B: dysexelenktos Transliteration C: dysekselegktos Beta Code: dusece/legktos

English (LSJ)

δυσεξέλεγκτον,
A hard to refute, Pl.Phd. 85c (Sup.), Ptol.Tetr.164.
II hard to discover, φάρμακα D.H.3.5.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refutar λόγοι Pl.Phd.85c, de pers., Ptol.Tetr.3.14.29.
2 difícil de descubrir φάρμακα D.H.3.5.

German (Pape)

[Seite 679] 1) schwer zu widerlegen, Plat. Phaedr. 85 c. – 2) schwer zu entdecken, καὶ ἀφανῆ φάρμακα Dion. Hal. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à convaincre, à réfuter.
Étymologie: δυσ-, ἐξελέγχω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξέλεγκτος: трудный для опровержения (λόγοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξέλεγκτος: -ον, = δυσέλεγκτος, δυσκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ. Φαίδωνι 85D. ΙΙ. δυσκόλως ἀνακαλυπτόμενος, φάρμακα Διον. Ἁλ. 3. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ δυσεξέλεγκτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται
2. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται.

Greek Monotonic

δυσεξέλεγκτος: -ον (ἐξελέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δυσ- εξέλεγκτος, ον ἐξελέγχω
hard to refute, Plat.