πολυσθενής: Difference between revisions
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polysthenis | |Transliteration C=polysthenis | ||
|Beta Code=polusqenh/s | |Beta Code=polusqenh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυσθενές, [[of great might]], νηῶν ὅπλον ''Epic.Alex.Adesp.''9 ii 11, cf. Luc.''Trag.''192, Q.S.2.205, al. σῐνής, ές, ([[σίνομαι]]) [[very hurtful]], [[baneful]], κύων A.''Ch.''446 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολυσθενής -ές [[[πολύς]], [[σθένος]]] [[heel machtig]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυσθενές, of great might, νηῶν ὅπλον Epic.Alex.Adesp.9 ii 11, cf. Luc.Trag.192, Q.S.2.205, al. σῐνής, ές, (σίνομαι) very hurtful, baneful, κύων A.Ch.446 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 673] ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très fort.
Étymologie: πολύς, σθένος.
Russian (Dvoretsky)
πολυσθενής: весьма сильный, могучий (θεά Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυσθενής: -ές, ὁ ἔχων πολὺ σθένος, Λουκ. Τραγῳδ. 192, Κόϊντ. Σμ. 2. 205.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α
νεοελλ.
χημ. αυτός του οποίου το σθένος είναι πάνω από ένα
αρχ.
αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σθενής (< σθένος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσθενής -ές [πολύς, σθένος] heel machtig.