ἡλιαστικός: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iliastikos | |Transliteration C=iliastikos | ||
|Beta Code=h(liastiko/s | |Beta Code=h(liastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡλιαστική, ἡλιαστικόν, [[of a Heliast]], [[for a Heliast]], or [[like a Heliast]], γέρων Ar.''V.''195; ὀβολός Id.''Nu.''863; [[ὅρκος]] Lex ap.D.24.21, Hyp.''Eux.''40. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡλιαστική, ἡλιαστικόν, of a Heliast, for a Heliast, or like a Heliast, γέρων Ar.V.195; ὀβολός Id.Nu.863; ὅρκος Lex ap.D.24.21, Hyp.Eux.40.
German (Pape)
[Seite 1160] den Heliasten, den Richter in der Heliaia betreffend; ὀβολός, der Richtersold, Ar. Nubb. 853; γέρων ἡλ., ein alter Richter, Vesp. 194; ὅρκος, Dem. 24, 21, der Richtereid.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les héliastes, d'héliaste.
Étymologie: ἡλιαστής.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιαστικός: судейский (ὅρκος Dem.): ὀβολὸς ἡ. Arph. судейское жалование; γέρων ἡ. Arph. старый судья.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς Ἡλιαστὴν ἢ ὁμοιάζων πρὸς Ἠλ., γέρων Ἀριστοφ. Σφ. 195∙ ὀβολός ὁ αὐτ. Νεφ. 863∙ ὅρκος Δημ. 706. 26, Ὑπερίδ. Εὐξεν. 49.
Greek Monolingual
ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) ηλιαστής
αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῦ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἡλιαστικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἡλιαστικός, ή, όν [from ἡλιαστής
of, for, or like a Heliast, Ar.