ὑποστάθμη: Difference between revisions
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypostathmi | |Transliteration C=ypostathmi | ||
|Beta Code=u(posta/qmh | |Beta Code=u(posta/qmh | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[foundation]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.44 (pl.).<br><span class="bld">II</span> = [[ὐπόστασις]] B. 1.1, [[sediment]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 109c, Protagorid.4, Dsc.5.103, Plu.2.130b, etc.; <b class="b3">ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ</b>, as a translation of Cicero's [[in faece Romuli]], Plu.''Phoc.''3, cf. Cic.''Att.''2.1.8; <b class="b3">ὑ. τροφῆς</b>, almost = [[περίττωμα]], Hp. ''Vict.''2.45; of matter, ἡ πάντων ὑ. Dam.''Pr.''36, cf. Zeno Stoic.1.29, Procl. ''in Alc.''p.181 C. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 08:05, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A foundation, D.S.3.44 (pl.).
II = ὐπόστασις B. 1.1, sediment, Pl.Phd. 109c, Protagorid.4, Dsc.5.103, Plu.2.130b, etc.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, as a translation of Cicero's in faece Romuli, Plu.Phoc.3, cf. Cic.Att.2.1.8; ὑ. τροφῆς, almost = περίττωμα, Hp. Vict.2.45; of matter, ἡ πάντων ὑ. Dam.Pr.36, cf. Zeno Stoic.1.29, Procl. in Alc.p.181 C.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
ἡ, Unterlage, Grundlage; Plut. sanit. tuenda p. 391; DS. 3.44. – Bodensatz, Hefen, Plat. Phaed. 109b; übertragen, Plut. Phoc. 3. – Molken, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστάθμη: ἡ
1 архит. основание, фундамент (οἰκιῶν ὑποστάθμαι Diod.);
2 осадок, отстой, гуща, Plat.: ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ Plut. в гуще римского народа.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστάθμη: ἡ, θεμέλιον, ἡ νῆσος... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = ὑπόστασις Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς μετάφρασις τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ.
Greek Monolingual
η / ὑποστάθμη, ΝΑ
τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα του δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. η υποστιβάδα
2. φρ. «άνθρωπος της κατώτερης [ή της τελευταίας] υποστάθμης» — άνθρωπος κατώτατου ηθικού ποιού, φαυλεπίφαυλος, αχρείος
αρχ.
βάση, θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στάθμη].
Greek Monotonic
ὑποστάθμη: ἡ, = ὑπόστασις, κατακάθι, ίζημα, τρυγία, σε Πλάτ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in facere Romuli, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑπο-στάθμη, ἡ, = ὑπόστασις
sediment, Plat.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in faece Romuli, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=βάση, θεμέλιο). Ἀπό τό ὑφίσταμαι → ὑπό + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.