πτολιπόρθης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] [[stedenverwoester]].
|elnltext=πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] [[stedenverwoester]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολιπόρθης Medium diacritics: πτολιπόρθης Low diacritics: πτολιπόρθης Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΗΣ
Transliteration A: ptolipórthēs Transliteration B: ptoliporthēs Transliteration C: ptoliporthis Beta Code: ptolipo/rqhs

English (LSJ)

v. πτολίπορθος.

German (Pape)

[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.

French (Bailly abrégé)

ου;
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.

Russian (Dvoretsky)

πτολῐπόρθης: Aesch. = πτολίπορθος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πτολίπορθος, κατά τα αρσ. σε -ης].

Greek Monotonic

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, = πτολίπορθος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.

Middle Liddell

πτολῐ-πόρθης, ου, ὁ, = πτολίπορθος, Aesch.]