καθυγρασμός: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathygrasmos
|Transliteration C=kathygrasmos
|Beta Code=kaqugrasmo/s
|Beta Code=kaqugrasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">moistening</b>, <span class="bibl">Sor.1.120</span>, <span class="bibl">Aët.5.118</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[moistening]], Sor.1.120, Aët.5.118.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] ὁ, Anfeuchtung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] ὁ, Anfeuchtung, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''καθυγρασμός''': ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ [[γλῶττα]] δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυγρασμός]], ὁ (Α) [[καθυγραίνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[καθυγραίνω]], η ύγρανση από [[βρέξιμο]] («ἡ [[γλῶττα]] δεῖται καθυγρασμοῦ», Αέτ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυγρασμός Medium diacritics: καθυγρασμός Low diacritics: καθυγρασμός Capitals: ΚΑΘΥΓΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kathygrasmós Transliteration B: kathygrasmos Transliteration C: kathygrasmos Beta Code: kaqugrasmo/s

English (LSJ)

ὁ, moistening, Sor.1.120, Aët.5.118.

German (Pape)

[Seite 1289] ὁ, Anfeuchtung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθυγρασμός: ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ γλῶττα δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34.

Greek Monolingual

καθυγρασμός, ὁ (Α) καθυγραίνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῖται καθυγρασμοῦ», Αέτ.).