στερρόγυιος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sterrogyios | |Transliteration C=sterrogyios | ||
|Beta Code=sterro/guios | |Beta Code=sterro/guios | ||
|Definition= | |Definition=στερρόγυιον, [[with strong limbs]], APl.4.52 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:37, 25 August 2023
English (LSJ)
στερρόγυιον, with strong limbs, APl.4.52 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres robustes.
Étymologie: στερρός, γυῖον.
Greek (Liddell-Scott)
στερρόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, εὔρωστα, Ἀνθ. Πλαν. 52.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμόγυιος].
Greek Monotonic
στερρόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει δυνατά, εύρωστα μέλη, σε Ανθ.