παραπλάγιος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraplagios
|Transliteration C=paraplagios
|Beta Code=parapla/gios
|Beta Code=parapla/gios
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sidelong, oblique</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.12.2</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[sidelong]], [[oblique]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.12.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] an der Seite schräg, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] an der Seite schräg, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''παραπλάγιος''': [ᾰ], -ον, [[πλάγιος]], Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[παραπλάγιος]], -ον, ΝΑ<br />ο λίγο [[πλάγιος]], ο λίγο [[λοξός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[δίπλα]] σε [[κάτι]] πλάγιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παραπλάγιος]] [[συστολέας]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[συστολέας]] που βρίσκεται [[κοντά]] στον πλάγιο συστολέα, κν. το [[απάνω]] σεραπινέλι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάγιος]]. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάγιος Medium diacritics: παραπλάγιος Low diacritics: παραπλάγιος Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΓΙΟΣ
Transliteration A: paraplágios Transliteration B: paraplagios Transliteration C: paraplagios Beta Code: parapla/gios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, sidelong, oblique, Thphr. HP 4.12.2.

German (Pape)

[Seite 494] an der Seite schräg, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάγιος: [ᾰ], -ον, πλάγιος, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2.

Greek Monolingual

-α, -ο / παραπλάγιος, -ον, ΝΑ
ο λίγο πλάγιος, ο λίγο λοξός
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι πλάγιο
2. φρ. «παραπλάγιος συστολέας»
ναυτ. συστολέας που βρίσκεται κοντά στον πλάγιο συστολέα, κν. το απάνω σεραπινέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάγιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].