τηλόθι: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tilothi | |Transliteration C=tilothi | ||
|Beta Code=thlo/qi | |Beta Code=thlo/qi | ||
|Definition=Adv. = [[τῆλε]], [[τηλοῦ]], [[afar]], [[at a distance]], | |Definition=Adv. = [[τῆλε]], [[τηλοῦ]], [[afar]], [[at a distance]], Od.1.22, Il.8.285, al., Theoc.24.116 codd.: c. gen., τηλόθι πάτρης Il.1.30, al.; νηῶν Q.S.14.410. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. = τῆλε, τηλοῦ, afar, at a distance, Od.1.22, Il.8.285, al., Theoc.24.116 codd.: c. gen., τηλόθι πάτρης Il.1.30, al.; νηῶν Q.S.14.410.
German (Pape)
[Seite 1107] adv., = τῆλε, τηλοῦ, fern; Il. 16, 461 u. oft; τὸν καὶ τηλόθ' ἐόντα, 8, 285, wie Αἰθίοπας τηλόθ' ἐόντας, Od. 1, 22; auch c. gen., τηλόθι πάτρης, fern von der Heimath, Il. 1, 30; sp. D.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 au loin;
2 loin de, gén..
Étymologie: *τηλός, -θι.
Russian (Dvoretsky)
τηλόθῐ:
I adv. далеко Hom., Theocr.
II praep. cum gen. далеко (вдали) от (τ. πάτρης Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τηλόθῐ: Ἐπίρρ. = τῆλε, τηλοῦ, μακράν, ἐν σημείῳ μακρὰν ἀπέχοντι, Ὀδ. Α. 22, Ἰλ. Θ. 285, κ. ἀλλ., Θεόκρ. 24. 114 - μετὰ γεν., τηλόθι πάτρης Ἰλ. Α. 30, κ. ἀλλ.
English (Autenrieth)
far away; w. gen., far from, Il. 1.30.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. μακριά, σε μακρινό σημείο ή χώρα («ἐν Ἄργεϊ τηλόθι πάτρης», Ομ,Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. ἀγχόθι].
Greek Monotonic
τηλόθῐ: επίρρ., = τῆλε, τηλοῦ, σε Όμηρ.· με γεν., τηλόθι πάτρης, σε Ομήρ. Ιλ.