θεηδόχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theidochos
|Transliteration C=theidochos
|Beta Code=qehdo/xos
|Beta Code=qehdo/xos
|Definition=ον, poet. for [[θεοδόχος]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span> 13.96</span>.
|Definition=θεηδόχον, ''poet.'' for [[θεοδόχος]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 13.96.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεηδόχος]], -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[θεοδόχος]])<br /><b>1.</b> (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο [[θεός]] [α. (για την αγία [[τράπεζα]]) «δώρων [[δοχεῖον]] ἁγνόν ἡ [[θεηδόχος]] [[τράπεζα]]» β. (για την [[παραλία]] όπου παρουσιάστηκε ο [[Χριστός]] στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», <b>Νόνν.</b>].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]], [[πρβλ]]. [[ξενοδόχος]], [[υδροδόχος]]].
|mltxt=[[θεηδόχος]], -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[θεοδόχος]])<br /><b>1.</b> (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο [[θεός]] [α. (για την αγία [[τράπεζα]]) «δώρων [[δοχεῖον]] ἁγνόν ἡ [[θεηδόχος]] [[τράπεζα]]» β. (για την [[παραλία]] όπου παρουσιάστηκε ο [[Χριστός]] στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», <b>Νόνν.</b>].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]], [[πρβλ]]. [[ξενοδόχος]], [[υδροδόχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεηδόχος Medium diacritics: θεηδόχος Low diacritics: θεηδόχος Capitals: ΘΕΗΔΟΧΟΣ
Transliteration A: theēdóchos Transliteration B: theēdochos Transliteration C: theidochos Beta Code: qehdo/xos

English (LSJ)

θεηδόχον, poet. for θεοδόχος, Nonn. D. 13.96.

Greek Monolingual

θεηδόχος, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί θεοδόχος)
1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό
2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την παραλία όπου παρουσιάστηκε ο Χριστός στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», Νόνν.].
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεη- (βλ. θεο-) + -δόχος < δέχομαι, πρβλ. ξενοδόχος, υδροδόχος].