διωκτήρ: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dioktir | |Transliteration C=dioktir | ||
|Beta Code=diwkth/r | |Beta Code=diwkth/r | ||
|Definition= | |Definition=διωκτῆρος, ὁ, [[pursuer]], Babr.128.14. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:33, 25 August 2023
English (LSJ)
διωκτῆρος, ὁ, pursuer, Babr.128.14.
Spanish (DGE)
-ῆρος perseguidor λύκος Babr.128.14.
German (Pape)
[Seite 648] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
celui qui poursuit.
Étymologie: διώκω.
Russian (Dvoretsky)
διωκτήρ: ῆρος ὁ преследователь Babr.
Greek (Liddell-Scott)
διωκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ ὡσαύτως, διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
διωκτήρ, ο (Α) διώκω
αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.
Greek Monotonic
διωκτήρ: -ῆρος, ὁ (διώκω), διώκτης, καταδιώκτης, σε Βάβρ.· διώκτης-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη