Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιπλοκάδα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[περιπλοκάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ, και [[περικοκλάδα]], η και [[περιπλοκάδι]] και περικοκλάδι, το, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] ασκληπιαδίδες και περιλαμβάνει αναρριχητικά πολυετή ποώδη ή θαμνώδη είδη του Παλαιού Κόσμου με φύλλα αντίθετα και με μικρά πρασινωπά [[άνθη]] σε κυματώδεις ταξιανθίες<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) γενική [[ονομασία]] πολλών περιελισσόμενων και αναρριχητικών [[φυτών]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εσκεμμένη [[προβολή]] προφάσεων, προσχημάτων, [[υπεκφυγή]] («άσε τις περιπλοκάδες και μίλα [[καθαρά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] σμῑλαξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιπλέκω]] / [[περιπλοκή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[παραφυάδα]]). Ο νεοελλ. τ. [[περικοκλάδα]] έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[κλαδί]].
|mltxt=η / [[περιπλοκάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ, και [[περικοκλάδα]], η και [[περιπλοκάδι]] και περικοκλάδι, το, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] ασκληπιαδίδες και περιλαμβάνει αναρριχητικά πολυετή ποώδη ή θαμνώδη είδη του Παλαιού Κόσμου με φύλλα αντίθετα και με μικρά πρασινωπά [[άνθη]] σε κυματώδεις ταξιανθίες<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) γενική [[ονομασία]] πολλών περιελισσόμενων και αναρριχητικών [[φυτών]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εσκεμμένη [[προβολή]] προφάσεων, προσχημάτων, [[υπεκφυγή]] («άσε τις περιπλοκάδες και μίλα [[καθαρά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] [[σμῖλαξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιπλέκω]] / [[περιπλοκή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[παραφυάδα]]). Ο νεοελλ. τ. [[περικοκλάδα]] έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[κλαδί]].
}}
}}

Latest revision as of 21:17, 7 April 2024

Greek Monolingual

η / περιπλοκάς, -άδος, ΝΜΑ, και περικοκλάδα, η και περιπλοκάδι και περικοκλάδι, το, Ν
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ασκληπιαδίδες και περιλαμβάνει αναρριχητικά πολυετή ποώδη ή θαμνώδη είδη του Παλαιού Κόσμου με φύλλα αντίθετα και με μικρά πρασινωπά άνθη σε κυματώδεις ταξιανθίες
2. (κατ' επέκτ.) γενική ονομασία πολλών περιελισσόμενων και αναρριχητικών φυτών
3. μτφ. εσκεμμένη προβολή προφάσεων, προσχημάτων, υπεκφυγή («άσε τις περιπλοκάδες και μίλα καθαρά»)
αρχ.
το φυτό σμῖλαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλέκω / περιπλοκή + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. παραφυάδα). Ο νεοελλ. τ. περικοκλάδα έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική επίδραση της λ. κλαδί.