πυριβήτης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrivitis
|Transliteration C=pyrivitis
|Beta Code=puribh/ths
|Beta Code=puribh/ths
|Definition=ου, poet. εω, ὁ, (βαίνω) [[standing over a fire]], τρίπους <span class="bibl">Arat.983</span>.
|Definition=πυριβήτου, ''poet.'' εω, ὁ, ([[βαίνω]]) [[standing over a fire]], τρίπους Arat.983.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβήτης Medium diacritics: πυριβήτης Low diacritics: πυριβήτης Capitals: ΠΥΡΙΒΗΤΗΣ
Transliteration A: pyribḗtēs Transliteration B: pyribētēs Transliteration C: pyrivitis Beta Code: puribh/ths

English (LSJ)

πυριβήτου, poet. εω, ὁ, (βαίνω) standing over a fire, τρίπους Arat.983.

German (Pape)

[Seite 822] ὁ, der über dem Feuer Stehende, τρίπους, Arat. 983, vgl. ἐμπυριβήτης.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, τρίπους Ἄρατ. 983· πρβλ. ἐμπυριβήτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που στέκεται στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βήτης (< θ. βη- του βαίνω, πρβλ. βῆμα), πρβλ. διαβήτης, εμπυριβήτης].