ταναίμυκος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tanaimykos
|Transliteration C=tanaimykos
|Beta Code=tanai/mukos
|Beta Code=tanai/mukos
|Definition=ον, [[far-bellowing]], βοῦς <span class="title">AP</span>6.116 (Samus).
|Definition=ταναίμυκον, [[far-bellowing]], βοῦς ''AP''6.116 (Samus).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰναίμῡκος Medium diacritics: ταναίμυκος Low diacritics: ταναίμυκος Capitals: ΤΑΝΑΙΜΥΚΟΣ
Transliteration A: tanaímykos Transliteration B: tanaimykos Transliteration C: tanaimykos Beta Code: tanai/mukos

English (LSJ)

ταναίμυκον, far-bellowing, βοῦς AP6.116 (Samus).

German (Pape)

[Seite 1066] weithin od. sehr brüllend, Sam. 2 (VI, 116).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mugissements prolongés.
Étymologie: ταναός, μυκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

τᾰναίμῡκος: протяжно или громко мычащий (βοῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναίμῡκος: -ον, ὁ, ἰσχυρῶς, μυκώμενος, ταναιμύκου βοὸς Ἀνθ. Π. 6. 116, πρβλ. ἐρίμυκος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατάδέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί-μυκος < ταναός «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι-, παλαι- (πρβλ. ταλαίπωρος) + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγάμυκος].

Greek Monotonic

τᾰναίμῡκος: -ον, αυτός που μουγκρίζει δυνατά, σε Ανθ.

Middle Liddell

τᾰναί-μῡκος, ον,
far-bellowing, Anth.