τροπαλίς: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τροπαλλίς]], -[[ίδος]], και [[τρόπαλις]] και αττ. τ. [[τρόπηλις]] και, [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α<br />[[δέσμη]], [[δεμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. [[τροπαλλίς]] <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αλ</i>- με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]- ([[πρβλ]]. [[θαμνίς]]). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>τροπᾱλίς</i>, [[γιατί]] ο [[στίχος]] υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
|mltxt=και [[τροπαλλίς]], -ίδος, και [[τρόπαλις]] και αττ. τ. [[τρόπηλις]] και, [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α<br />[[δέσμη]], [[δεμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. [[τροπαλλίς]] <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αλ</i>- με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος- ([[πρβλ]]. [[θαμνίς]]). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>τροπᾱλίς</i>, [[γιατί]] ο [[στίχος]] υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τροπαλίς''': [[τρόπις]], [[τρόπος]] u.a.<br />{tropalís}<br />'''See also''': s. [[τρέπω]].<br />'''Page''' 2,934
|ftr='''τροπαλίς''': [[τρόπις]], [[τρόπος]] u.a.<br />{tropalís}<br />'''See also''': s. [[τρέπω]].<br />'''Page''' 2,934
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

German (Pape)

[ᾱ], ίδος, ἡ, ein Bündel, σκορόδων Ar. Ach. 813; auch τροπαλλίς geschrieben, eigtl. dor. Form von τροπηλίς, das sich nur in Vetera Lexica findet.

Russian (Dvoretsky)

τροπᾱλίς: ίδος ἡ пучок, связка (σκορόδων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τροπᾱλίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ δέσμη, δεσμίς, «δεμάτι», σκορόδων τροπαλίδος, δέσμης σκόρδων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 813. Φαίνεται ὅτι εἶναι Δωρ. ἀντὶ τρόπηλις, ὅπερ οὕτω τονιζόμενον φέρεται παρ’ Ἀρκαδίῳ 31. 14· ἀλλ’ ὁ Σχολ. γράφει τροπαλλίς, ίδος, καὶ ὁ Ἡσύχ. τριοπηλίς, τριτοπηλίς, «τριοπηλίς· δέσμη σκορόδων», «τριτοπηλίς· σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πιπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι».

Greek Monolingual

και τροπαλλίς, -ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α
δέσμη, δεμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + υγρό ένθημα -αλ- με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. θαμνίς). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε τροπᾱλίς, γιατί ο στίχος υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].

Frisk Etymology German

τροπαλίς: τρόπις, τρόπος u.a.
{tropalís}
See also: s. τρέπω.
Page 2,934