τλησίπονος: Difference between revisions
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tlisiponos | |Transliteration C=tlisiponos | ||
|Beta Code=tlhsi/ponos | |Beta Code=tlhsi/ponos | ||
|Definition= | |Definition=τλησίπονον, [[patient of toil]], Opp.''C.''4.4, ''H.''1.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
τλησίπονον, patient of toil, Opp.C.4.4, H.1.35.
German (Pape)
[Seite 1123] Arbeit oder Mühsal ertragend, standhaft aushaltend; Nonn. D. 9, 301; Opp. Cyn. 4, 4 und Hal. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
τλησίπονος: -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, καρτερικός, Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλησίπονος· τολμηρός, καρτερικός».
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + πόνος (πρβλ. λυσίπονος)].