μοναστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monastirios
|Transliteration C=monastirios
|Beta Code=monasth/rios
|Beta Code=monasth/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[monastic]], [[οἶκος]] Men.Prot.<span class="bibl">p.15</span> D. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[μοναστήριον]], [[τό]], [[hermit's cell]], <span class="bibl">Ph.2.475</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[monastery]], <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span> 17</span>, al., <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>3.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>8.933.2</span> (vi A. D.).</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[monastic]], [[οἶκος]] Men.Prot.p.15 D.<br><span class="bld">II</span> [[μοναστήριον]], τό, [[hermit's cell]], Ph.2.475.<br><span class="bld">2</span> [[monastery]], Procop.''Arc.'' 17, al., Just.''Nov.''3.2, ''PSI''8.933.2 (vi A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μοναστήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο [[μοναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ.</b> [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[παυστήριος]])].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μοναστήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο [[μοναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ.</b> [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[παυστήριος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναστήριος Medium diacritics: μοναστήριος Low diacritics: μοναστήριος Capitals: ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: monastḗrios Transliteration B: monastērios Transliteration C: monastirios Beta Code: monasth/rios

English (LSJ)

α, ον,
A monastic, οἶκος Men.Prot.p.15 D.
II μοναστήριον, τό, hermit's cell, Ph.2.475.
2 monastery, Procop.Arc. 17, al., Just.Nov.3.2, PSI8.933.2 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μοναστήριος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο μοναστικός
2. το ουδ. ως ουσ.
βλ. μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάζω + επίθημα -τήριος (πρβλ. παυστήριος)].