προσσυμβάλλομαι: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Mid. to [[contribute]] to [[besides]] or at the [[same]] [[time]], προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to [[their]] [[eagerness]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[insuper conferre]]'', to [[bring besides]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.36.2/ 3.36.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> προσξυνελάβοντο] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:44, 16 November 2024
English (LSJ)
Med., contribute to besides or contribute at the same time, abs., Hp. Fract. 27; πρός τι Id. Art. 30; cf. προσσυλλαμβάνω.
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-συμβάλλομαι bovendien bijdragen.
Russian (Dvoretsky)
προσσυμβάλλομαι: староатт. προσξυμβάλλομαι содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).
Greek Monolingual
Α
συμβάλλω, συντελώ και εγώ ή συνεισφέρω συγχρόνως με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
προσσυμβάλλομαι: Μέσ., συνεισφέρω επιπλέον ή συγχρόνως, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς, συνέβαλε, συνετέλεσε στην προθυμία τους, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
Mid. to contribute to besides or at the same time, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to their eagerness, Thuc.
Lexicon Thucydideum
insuper conferre, to bring besides, 3.36.2, [vulgo commonly προσξυνελάβοντο]