εὐλογοφάνεια: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(b) |
(15) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] ἡ, Anschein von Wahrscheinlichkeit, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] ἡ, Anschein von Wahrscheinlichkeit, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐλογοφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὐλογοφανής]], ὁ [[διάβολος]] μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐλογοφάνεια]]) [[ευλογοφανής]]<br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, πιθανό, η [[αληθοφάνεια]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:14, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, Anschein von Wahrscheinlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλογοφάνεια: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ εὐλογοφανής, ὁ διάβολος μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐλογοφάνεια) ευλογοφανής
το να φαίνεται κάτι εύλογο, πιθανό, η αληθοφάνεια.