καλάμινος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalaminos | |Transliteration C=kalaminos | ||
|Beta Code=kala/minos | |Beta Code=kala/minos | ||
|Definition=[λᾰ], η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of reed]], οἰκίαι Hdt.5.101; [[ὀϊστοί]], [[τόξα]], Id.7.61, 65; Χάραξ ''PSI''4.393.6 (iii B.C.); [[σῦριγξ]], [[αὐλός]], Ar.''Fr.''719, Ath. 4.182d; <b class="b3">κ. πλέγμα</b> cheese-[[crate]], Poll.7.173: <b class="b3">σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν</b> with legs [[like reeds]], Pl.Com.184.3.<br><span class="bld">II</span> [[of cane]], [[bamboo]], <b class="b3">πλοῖα κ.</b> Hdt.3.98. | |Definition=[λᾰ], η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of reed]], οἰκίαι [[Herodotus|Hdt.]]5.101; [[ὀϊστοί]], [[τόξα]], Id.7.61, 65; Χάραξ ''PSI''4.393.6 (iii B.C.); [[σῦριγξ]], [[αὐλός]], Ar.''Fr.''719, Ath. 4.182d; <b class="b3">κ. πλέγμα</b> cheese-[[crate]], Poll.7.173: <b class="b3">σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν</b> with legs [[like reeds]], Pl.Com.184.3.<br><span class="bld">II</span> [[of cane]], [[bamboo]], <b class="b3">πλοῖα κ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]3.98. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
[λᾰ], η, ον,
A of reed, οἰκίαι Hdt.5.101; ὀϊστοί, τόξα, Id.7.61, 65; Χάραξ PSI4.393.6 (iii B.C.); σῦριγξ, αὐλός, Ar.Fr.719, Ath. 4.182d; κ. πλέγμα cheese-crate, Poll.7.173: σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν with legs like reeds, Pl.Com.184.3.
II of cane, bamboo, πλοῖα κ. Hdt.3.98.
German (Pape)
[Seite 1307] von Rohr; πλοῖα Her. 3, 93; οἰκία 5, 101; αὐλός Ath. IV, 182 d Poll. 10, 153, wie σύριγγες 4, 67.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de roseau, fait en roseau.
Étymologie: κάλαμος.
Greek Monolingual
-η, -ο και καλαμένιος, -α, -ο (AM καλάμινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.)
αρχ.
αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ινος (νεοελλ. και -ένιος)].
Greek Monotonic
κᾰλάμῐνος: -η, -ον (κάλᾰμος),
I. καλαμένιος, φτιαγμένος από καλάμι, σε Ηρόδ.
II. κατασκευασμένος από βέργες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλάμῐνος: (λᾰ)
1 тростниковый, камышовый (οἰκίαι, τόξα Her.): τὸ καλάμινον πῦρ Arst. огонь горящего камыша;
2 бамбуковый (πλοῖα Her.): καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται Her. каждая лодка делается из одного (лишь) колена бамбука.
Middle Liddell
κᾰλάμῐνος, η, ον [κάλᾰμος]
I. made of reed, Hdt.
II. made of cane, Hdt.