μεράρχης: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=merarchis | |Transliteration C=merarchis | ||
|Beta Code=mera/rxhs | |Beta Code=mera/rxhs | ||
|Definition=μεράρχου, ὁ, ([[μέρος]])<br><span class="bld">A</span> [[distributing official]] of a deme, ''IG''22.1203 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[commander of a division of | |Definition=μεράρχου, ὁ, ([[μέρος]])<br><span class="bld">A</span> [[distributing official]] of a deme, ''IG''22.1203 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[merarch]], [[merarches]], [[commander of a division of 2,048 men]], Ascl.''Tact.''2.10, Arr. ''Tact.''10.5; also, [[commander of 32 elephants]], Ael.''Tact.''23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεράρχης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αξιωματούχος]] ενός δήμου ο [[οποίος]] έκανε διανομές<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]] μεραρχίας, στρατιωτικού σώματος 2.048 [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> [[διοικητής]] 32 ελεφάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>]. | |mltxt=[[μεράρχης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αξιωματούχος]] ενός δήμου ο [[οποίος]] έκανε διανομές<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]] μεραρχίας, στρατιωτικού σώματος 2.048 [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> [[διοικητής]] 32 ελεφάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>]. | ||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=The merarchēs (Greek: μεράρχης), sometimes Anglicized as merarch, was a Byzantine military rank roughly equivalent to a divisional general. | |||
The title derives from the Greek words meros (Greek: μέρος, "part, division") and archein (ἄρχειν, "to rule, command"). The term merarchēs is attested for the first time in the late 6th century in the Stratēgikon, a military manual attributed to the Byzantine emperor Maurice (r. 582–602), although the historian Warren Treadgold has suggested that the rank and the corresponding formation date back to the reign of Emperor Zeno (r. 474–499). In the time of the Stratēgikon, a field army (commanded by a stratēgos) comprised usually three merē, each probably some five to seven thousand-strong. The meros in turn was divided into several moirai consisting of a number of tagmata or banda, each commanded by a doux. | |||
This division was maintained in the later Byzantine army, although already from the 7th century, the term merarchēs became used less frequently, being dropped in favour of tourmarchēs; likewise, the tourma replaced the meros both in technical and common parlance. The equivalence of the two terms is explicitly attested in the Taktika of Emperor Leo VI the Wise (r. 886–912). The tourmai were now the major territorial and tactical subdivisions of a provincial army corps (thema). Each thema, again under a stratēgos, was normally divided into three tourmai, which in turn were further divided into droungoi (analogous to the older moirai) and then banda. Depending on the size of the thema, the number of the banda varied, and consequently the numerical strength for each meros/tourma could range from circa 1,000 to 5,000 men. | |||
Since the merarchēs – also found in the corrupted form meriarchēs (Greek: μεριάρχης) – is sometimes distinguished in the sources (e.g. the Klētorologion of Philotheos) from the other tourmarchai, the scholar John B. Bury suggested that in the 9th and 10th centuries, the merarchēs was a distinct post, held by the tourmarchēs attached as an aide and deputy to the thematic stratēgos with no geographical area under his command, as opposed to the two "regular" tourmarchai. The discovery of a seal of a merarchēs of Knossos shows that they did hold territorial assignments, leading Alexander Kazhdan to reject Bury's hypothesis in the Oxford Dictionary of Byzantium. Military historian John Haldon, in his edition of the Three Treatises on Imperial Military Expeditions, in essence agreed with Bury's proposition, regarding the merarchēs as the commander of the tourma comprising the district where the thematic headquarters were located. According to Haldon, this would also explain his apparently lower rank relatively to the other tourmarchai, since he was a member of the stratēgos's staff and not an independent commander. | |||
There are references to a Byzantine miriarcha in two Latin chronicles of southern Italy in the 11th century. The meaning of the title in this context is unclear and the name of the official is not recorded. | |||
The title has been revived in the modern Hellenic Army, where merarchos (Greek: μέραρχος) is the term used for the CO of a Division or merarchia (Greek: μεραρχία), regardless of his actual rank. | |||
}} | |||
{{wkpel | |||
|wkeltx=Ο τίτλος προέρχεται από τις λέξεις μέρος και ἄρχειν ("να κυβερνάς, να διοικείς"). Ο όρος μεράρχης μαρτυρείται για πρώτη φορά στα τέλη του 6ου αιώνα στο Στρατηγικό, ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο που αποδίδεται στον βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582–602), αν και ο ιστορικός Warren Treadgold έχει προτείνει ότι ο βαθμός χρονολογείται από τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ζήνωνα (474–499). Την εποχή του Στρατηγικού, ο στρατός υπαίθρου (διοικούμενος από τον στρατηγό ) αποτελούνταν συνήθως από τρεις μεριές, η καθέμια περιλάμβανε πιθανώς από πέντε έως επτά χιλιάδες στρατιώτες. Το μέρος χωριζόνταν σε πολλές μοίρες, οι οποίες αποτελούνταν από έναν αριθμό ταγμάτων ή μπαντών, υπό την ηγεσία ενός αρχηγού . | |||
Ο τίτλος αυτός διατηρήθηκε και στον υστεροβυζαντινό στρατό, αν και ήδη από τον 7ο αιώνα, χρησιμοποιούνταν λιγότερο συχνά, καθώς προτιμούνταν ο όρος τουρμάρχης . Παρομοίως, η τούρμα αντικατέστησε το μέρος τόσο στην στρατιωτική ορολογία όσο και στην κοινή γλώσσα. Η ισοδυναμία των δύο αυτών όρων επιβεβαιώνεται ρητά στα Τακτικά του Αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886–912). Οι τούρμες ήταν πλέον οι κύριες εδαφικές και τακτικές υποδιαιρέσεις του επαρχιακού στρατού ( θέμα ). Κάθε θέμα, υπό έναν στρατηγό, χωριζόταν κανονικά σε τρεις τούρμες, οι οποίοι με τη σειρά τους χωρίζονταν περαιτέρω σε δρούγγους (ανάλογα με τις παλαιότερες μοίρες) και στη συνέχεια σε μπάντα . Ανάλογα με το μέγεθος του θέματος, ο αριθμός της μπάντας ποίκιλε και, κατά συνέπεια, κάθε μέρος / τούρμα θα μπορούσε να περιέχει από 1.000 έως 5.000 άνδρες. | |||
Δεδομένου ότι οι μεράρχες – διακρίνονται μερικές φορές στις πηγές από τους άλλους τουρμάρχες (π.χ. το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου), ο μελετητής John B. Bury πρότεινε ότι τον 9ο και 10ο αιώνα, ο μεράρχης ήταν μια ξεχωριστή θέση, την οποία κατείχαν οι τουρμαρχείς ως βοηθοί του Στρατηγού του θέματος, χωρίς συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή υπό τον έλεγχο του, σε αντίθεση με τους δύο «τυπικούς» τουρμαρχές . Όμως, η ανακάλυψη μιας σφραγίδας ενός μεράρχη της Κνωσού δείχνει ότι είχαν υπό τον έλεγχο τους εδαφικές περιοχές, με αποτέλεσμα ο Alexander Kazhdan να απορρίψει την υπόθεση του Bury στο Oxford Dictionary of Byzantium . Ο στρατιωτικός ιστορικός John Haldon, στο βιβλίο του Three Treatises on Imperial Military Expeditions, ουσιαστικά συμφώνησε με την άποψη του Bury, επειδή υποστηρίζει ότι ο μεράρχης είναι διοικητής της τούρμας, που περιλάμβανει την πρωτεύουσα του θέματος. Σύμφωνα με τον Χάλντον, αυτό εξηγεί και τον φαινομενικά χαμηλότερο βαθμό του σε σχέση με τους άλλους τουρμαρχές, καθώς ήταν μέλος του επιτελείου του Στρατηγού και όχι ανεξάρτητος διοικητής. | |||
}} | |||
{{wkpes | |||
|wkestx=El merarca (en griego: μεράρχης, romanizado: merarches), era un rango militar bizantino aproximadamente equivalente a un general de división. | |||
}} | |||
{{wkpfr | |||
|wkfrtx=Le mérarque (en grec : μεράρχης) ou mérarque est un rang militaire byzantin pouvant être comparé à celui de général de division. Le terme dérive des mots grecs meros (en grec : μέρος, partie, division) et archein (ἄρχειν, diriger, commander). Le terme mérarque est attesté pour la première fois au VIe siècle dans le Strategicon, un manuel militaire attribué à l'empereur Maurice. Toutefois, l'historien Warren Treadgold suggère que le rang et la formation correspondante date du règne de l'empereur Zénon. À l'époque du Strategicon, l'armée de campagne (dirigée par un stratège) comprend habituellement trois merē (meros au singulier), chacun étant d'une taille de 5 à 7000 hommes. Chaque meros est divisée en plusieurs moirai comprenant plusieurs tagmata ou banda, chacun étant commandé par un doux (duc). | |||
}} | |||
{{wkpes | |||
|wkestx=El [[merarca]] (en griego: μεράρχης, romanizado: merarches), era un rango militar bizantino aproximadamente equivalente a un general de división. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 22 October 2024
English (LSJ)
μεράρχου, ὁ, (μέρος)
A distributing official of a deme, IG22.1203 (pl.).
2 merarch, merarches, commander of a division of 2,048 men, Ascl.Tact.2.10, Arr. Tact.10.5; also, commander of 32 elephants, Ael.Tact.23.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung von 2048 Mann, Ael. Tact.
Greek (Liddell-Scott)
μεράρχης: -ου, ὁ, (μέρος) ὁ ἀρχηγὸς μεραρχίας, δηλ. 2048 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 5, κλ.
Greek Monolingual
μεράρχης, ὁ (Α)
1. αξιωματούχος ενός δήμου ο οποίος έκανε διανομές
2. αρχηγός μεραρχίας, στρατιωτικού σώματος 2.048 ανδρών
3. διοικητής 32 ελεφάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -άρχης].
Wikipedia EN
The merarchēs (Greek: μεράρχης), sometimes Anglicized as merarch, was a Byzantine military rank roughly equivalent to a divisional general.
The title derives from the Greek words meros (Greek: μέρος, "part, division") and archein (ἄρχειν, "to rule, command"). The term merarchēs is attested for the first time in the late 6th century in the Stratēgikon, a military manual attributed to the Byzantine emperor Maurice (r. 582–602), although the historian Warren Treadgold has suggested that the rank and the corresponding formation date back to the reign of Emperor Zeno (r. 474–499). In the time of the Stratēgikon, a field army (commanded by a stratēgos) comprised usually three merē, each probably some five to seven thousand-strong. The meros in turn was divided into several moirai consisting of a number of tagmata or banda, each commanded by a doux.
This division was maintained in the later Byzantine army, although already from the 7th century, the term merarchēs became used less frequently, being dropped in favour of tourmarchēs; likewise, the tourma replaced the meros both in technical and common parlance. The equivalence of the two terms is explicitly attested in the Taktika of Emperor Leo VI the Wise (r. 886–912). The tourmai were now the major territorial and tactical subdivisions of a provincial army corps (thema). Each thema, again under a stratēgos, was normally divided into three tourmai, which in turn were further divided into droungoi (analogous to the older moirai) and then banda. Depending on the size of the thema, the number of the banda varied, and consequently the numerical strength for each meros/tourma could range from circa 1,000 to 5,000 men.
Since the merarchēs – also found in the corrupted form meriarchēs (Greek: μεριάρχης) – is sometimes distinguished in the sources (e.g. the Klētorologion of Philotheos) from the other tourmarchai, the scholar John B. Bury suggested that in the 9th and 10th centuries, the merarchēs was a distinct post, held by the tourmarchēs attached as an aide and deputy to the thematic stratēgos with no geographical area under his command, as opposed to the two "regular" tourmarchai. The discovery of a seal of a merarchēs of Knossos shows that they did hold territorial assignments, leading Alexander Kazhdan to reject Bury's hypothesis in the Oxford Dictionary of Byzantium. Military historian John Haldon, in his edition of the Three Treatises on Imperial Military Expeditions, in essence agreed with Bury's proposition, regarding the merarchēs as the commander of the tourma comprising the district where the thematic headquarters were located. According to Haldon, this would also explain his apparently lower rank relatively to the other tourmarchai, since he was a member of the stratēgos's staff and not an independent commander.
There are references to a Byzantine miriarcha in two Latin chronicles of southern Italy in the 11th century. The meaning of the title in this context is unclear and the name of the official is not recorded.
The title has been revived in the modern Hellenic Army, where merarchos (Greek: μέραρχος) is the term used for the CO of a Division or merarchia (Greek: μεραρχία), regardless of his actual rank.
Wikipedia EL
Ο τίτλος προέρχεται από τις λέξεις μέρος και ἄρχειν ("να κυβερνάς, να διοικείς"). Ο όρος μεράρχης μαρτυρείται για πρώτη φορά στα τέλη του 6ου αιώνα στο Στρατηγικό, ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο που αποδίδεται στον βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582–602), αν και ο ιστορικός Warren Treadgold έχει προτείνει ότι ο βαθμός χρονολογείται από τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ζήνωνα (474–499). Την εποχή του Στρατηγικού, ο στρατός υπαίθρου (διοικούμενος από τον στρατηγό ) αποτελούνταν συνήθως από τρεις μεριές, η καθέμια περιλάμβανε πιθανώς από πέντε έως επτά χιλιάδες στρατιώτες. Το μέρος χωριζόνταν σε πολλές μοίρες, οι οποίες αποτελούνταν από έναν αριθμό ταγμάτων ή μπαντών, υπό την ηγεσία ενός αρχηγού .
Ο τίτλος αυτός διατηρήθηκε και στον υστεροβυζαντινό στρατό, αν και ήδη από τον 7ο αιώνα, χρησιμοποιούνταν λιγότερο συχνά, καθώς προτιμούνταν ο όρος τουρμάρχης . Παρομοίως, η τούρμα αντικατέστησε το μέρος τόσο στην στρατιωτική ορολογία όσο και στην κοινή γλώσσα. Η ισοδυναμία των δύο αυτών όρων επιβεβαιώνεται ρητά στα Τακτικά του Αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886–912). Οι τούρμες ήταν πλέον οι κύριες εδαφικές και τακτικές υποδιαιρέσεις του επαρχιακού στρατού ( θέμα ). Κάθε θέμα, υπό έναν στρατηγό, χωριζόταν κανονικά σε τρεις τούρμες, οι οποίοι με τη σειρά τους χωρίζονταν περαιτέρω σε δρούγγους (ανάλογα με τις παλαιότερες μοίρες) και στη συνέχεια σε μπάντα . Ανάλογα με το μέγεθος του θέματος, ο αριθμός της μπάντας ποίκιλε και, κατά συνέπεια, κάθε μέρος / τούρμα θα μπορούσε να περιέχει από 1.000 έως 5.000 άνδρες.
Δεδομένου ότι οι μεράρχες – διακρίνονται μερικές φορές στις πηγές από τους άλλους τουρμάρχες (π.χ. το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου), ο μελετητής John B. Bury πρότεινε ότι τον 9ο και 10ο αιώνα, ο μεράρχης ήταν μια ξεχωριστή θέση, την οποία κατείχαν οι τουρμαρχείς ως βοηθοί του Στρατηγού του θέματος, χωρίς συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή υπό τον έλεγχο του, σε αντίθεση με τους δύο «τυπικούς» τουρμαρχές . Όμως, η ανακάλυψη μιας σφραγίδας ενός μεράρχη της Κνωσού δείχνει ότι είχαν υπό τον έλεγχο τους εδαφικές περιοχές, με αποτέλεσμα ο Alexander Kazhdan να απορρίψει την υπόθεση του Bury στο Oxford Dictionary of Byzantium . Ο στρατιωτικός ιστορικός John Haldon, στο βιβλίο του Three Treatises on Imperial Military Expeditions, ουσιαστικά συμφώνησε με την άποψη του Bury, επειδή υποστηρίζει ότι ο μεράρχης είναι διοικητής της τούρμας, που περιλάμβανει την πρωτεύουσα του θέματος. Σύμφωνα με τον Χάλντον, αυτό εξηγεί και τον φαινομενικά χαμηλότερο βαθμό του σε σχέση με τους άλλους τουρμαρχές, καθώς ήταν μέλος του επιτελείου του Στρατηγού και όχι ανεξάρτητος διοικητής.
Wikipedia ES
El merarca (en griego: μεράρχης, romanizado: merarches), era un rango militar bizantino aproximadamente equivalente a un general de división.
Wikipedia FR
Le mérarque (en grec : μεράρχης) ou mérarque est un rang militaire byzantin pouvant être comparé à celui de général de division. Le terme dérive des mots grecs meros (en grec : μέρος, partie, division) et archein (ἄρχειν, diriger, commander). Le terme mérarque est attesté pour la première fois au VIe siècle dans le Strategicon, un manuel militaire attribué à l'empereur Maurice. Toutefois, l'historien Warren Treadgold suggère que le rang et la formation correspondante date du règne de l'empereur Zénon. À l'époque du Strategicon, l'armée de campagne (dirigée par un stratège) comprend habituellement trois merē (meros au singulier), chacun étant d'une taille de 5 à 7000 hommes. Chaque meros est divisée en plusieurs moirai comprenant plusieurs tagmata ou banda, chacun étant commandé par un doux (duc).
Wikipedia ES
El merarca (en griego: μεράρχης, romanizado: merarches), era un rango militar bizantino aproximadamente equivalente a un general de división.