λεπαστή: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπαστή]] ή λεπάστη και [[λεπαστίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[λεπάς]]<br />[[είδος]] ποτηριού που είχε [[σχήμα]] πεταλίδας.
|mltxt=[[λεπαστή]] ή λεπάστη και [[λεπαστίς]], -ίδος, ἡ (Α) [[λεπάς]]<br />[[είδος]] ποτηριού που είχε [[σχήμα]] πεταλίδας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπαστή Medium diacritics: λεπαστή Low diacritics: λεπαστή Capitals: ΛΕΠΑΣΤΗ
Transliteration A: lepastḗ Transliteration B: lepastē Transliteration C: lepasti Beta Code: lepasth/

English (LSJ)

(so Hdn.Gr.1.345) or λεπάστη, ἡ, (λεπάς) limpet-shaped drinking-cup, Ar.Pax916, Pherecr.95, Cratin.423 (pl.):—also λεπαστίς, ίδος, ἡ, AJA31.349 (vase), Hsch.

German (Pape)

[Seite 29] ἡ, ein napfschneckenförmiges (λεπάς) Trinkgefäß, od. nach Ath. XI, 485 von λάψαι be-, nannt, Ar. Pax 916; andere Beispiele bringt Ath. a. a. O. bei; auch λεπάστη accentuirt.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
vase en forme de coquillage.
Étymologie: λέπας.

Greek Monolingual

λεπαστή ή λεπάστη και λεπαστίς, -ίδος, ἡ (Α) λεπάς
είδος ποτηριού που είχε σχήμα πεταλίδας.

Greek Monotonic

λεπαστή: ἡ, είδος ποτηριού που έχει σχήμα πεταλίδας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λεπαστή:чаша в виде раковины Arph.

Frisk Etymological English

(-άστη)
See also: s. λέπας (but perhaps this is wrong). Cf. παλαστή.

Middle Liddell

λεπαστή, ἡ, [from λεπάς
a limpet-shaped drinking-cup, Ar.