γίννος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ginnos
|Transliteration C=ginnos
|Beta Code=gi/nnos
|Beta Code=gi/nnos
|Definition=or [[γιννός]], ὁ, alleged offspring of mare by mule, Arist.''HA'' 577b25, cf. ''GA''748b34; [[small mule]], Str.4.6.2; [[hinny]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; γῖνος ''IG''12(1).677.23 (Ialysus).
|Definition=or [[γιννός]], ὁ, alleged offspring of mare by mule, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 577b25, cf. ''GA''748b34; [[small mule]], Str.4.6.2; [[hinny]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; γῖνος ''IG''12(1).677.23 (Ialysus).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῑνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]].
|mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῖνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γίννος Medium diacritics: γίννος Low diacritics: γίννος Capitals: ΓΙΝΝΟΣ
Transliteration A: gínnos Transliteration B: ginnos Transliteration C: ginnos Beta Code: gi/nnos

English (LSJ)

or γιννός, ὁ, alleged offspring of mare by mule, Arist.HA 577b25, cf. GA748b34; small mule, Str.4.6.2; hinny, Hsch.; γῖνος IG12(1).677.23 (Ialysus).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): γῖνος IG 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)
mulo enano o caballería de poca alzada Arist.GA 747b25
por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.GA 748b35, HA 577b25, cf. IG l.c., Plin.HN 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.in GA 129.21.

Russian (Dvoretsky)

γίννος: ὁ, v.l. γῖννος, γιννός, γῖνος, ἵννος, ἴννος и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ ἡμίονος ἀνάπηρος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γίννος: ὁ, ἀνάπηρος, ἀτελὴς ἡμίονος, μικρὸς ἡμίονος (ὀρεύς), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 24, 2, πρβλ. Γεν. Ζ. 2. 8, 24, Varro R. R. 2. 8, Plin N. H. 8. 69· - γραφόμενον γῖνος ἐν Ροδ. Ἐπιγραφ. (Trans. of R. Soc. of Lit. 11. μέρος 3. σ. 9), ὅπερ δικαιολογεῖ τὸν τύπον γῖννος ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἀριστ. Πρὸς τὸ ἴννος ἐν τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, πρβλ. τὸ Λατ. hinnus.

Greek Monolingual

και γιννός, ο (Α γίννος και γῖνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου
αρχ.
1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου
2. μικρόσωμος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. ίννος, ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια σχέση με το ρ. γίγνομαι / γίνομαι.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: offspring of a mare by a mule (Arist.)
Other forms: also γινος (Ialysos). The accent. γίννος, γιννός and γῖνος is given: LSJ + Supp. Also ἰννός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. See DELG. The forms without γ- or with υ may well be late. But hardly from γίγνομαι. Prob. a Pre-Greek word. Cf. ὄνιννος.

Frisk Etymology German

γίννος: {gínnos}
Grammar: m.
Meaning: Bez. des Maulesels (Arist., Str., H.), auch γινος (Ialysos).
Etymology: Fremdwort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu ὄνιννος.
Page 1,309