συνόμευνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, θηλ. και [[συνομευνίς]], -[[ίδος]], Α<br />[[σύνευνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὅμευνος]] «αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]] με κάποιον [[άλλο]]»].
|mltxt=ὁ, ἡ, θηλ. και [[συνομευνίς]], -ίδος, Α<br />[[σύνευνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὅμευνος]] «αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]] με κάποιον [[άλλο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:18, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνόμευνος Medium diacritics: συνόμευνος Low diacritics: συνόμευνος Capitals: ΣΥΝΟΜΕΥΝΟΣ
Transliteration A: synómeunos Transliteration B: synomeunos Transliteration C: synomevnos Beta Code: suno/meunos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, bedfellow, AP3.3 (Inscr. Cyzic.), IG14.2117 (Rome), 12(5).310 (Paros): fem. συνομβρομευνίς, ίδος, ἡ, Supp.Epigr.6.796 (Cappadocia, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1030] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ep. ad. 707. 721 b (App. 384. 244).

Russian (Dvoretsky)

συνόμευνος: ὁ и ἡ супруг(а) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

συνόμευνος: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, σύνευνος, Ἀνθ. Π. 3. 3, παράρτ. 244. 384.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, θηλ. και συνομευνίς, -ίδος, Α
σύνευνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὅμευνος «αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο»].