ἐλαιώδης: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elaiodis | |Transliteration C=elaiodis | ||
|Beta Code=e)laiw/dhs | |Beta Code=e)laiw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἐλαιῶδες, [[oily]], Hp.''Epid.''3.17.ά, Philum.''Ven.''17.1; [[oleaginous]], λιπαρότης [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''522a22; τῇ γεύσει Dsc.1.39. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 22:20, 24 November 2023
English (LSJ)
ἐλαιῶδες, oily, Hp.Epid.3.17.ά, Philum.Ven.17.1; oleaginous, λιπαρότης Arist.HA522a22; τῇ γεύσει Dsc.1.39.
Spanish (DGE)
-ες
• Grafía: graf. -ιούδης POxy.2113.17 (IV d.C.)
1 de aspecto oleoso, aceitoso de líquidos οὔρησεν ἐλαιῶδες expulsó una orina aceitosa Hp.Epid.3.17.1, cf. Steph.in Hp.Progn.194.25, ὑγρόν Hp.Gland.1, λιπαρότης ... ἐ. de la grasa de la leche, Arist.HA 522a22, cf. Mete.388a5, ἰχώρ Philum.Ven.17.1, de ciertas piedras preciosas, Hld.2.30.3, Plu.Fluu.1.2
•de un aceite muy aceitoso, muy oleoso del aceite de mirto, Dsc.1.39.2.
2 parecido al olivo τὸ μὲν φύλλον ἐλαιῶδες ἔχει Thphr.HP 9.11.8.
3 de aceitunas que da o contiene aceite op. ἀνέλαιον ‘sin aceite’, Thphr.CP 6.8.7.
4 productor de aceitunas ἐλαιουδῶν δρυὸς ἑνός por un árbol de los que producen aceitunas, POxy.l.c.
German (Pape)
[Seite 789] ες, oliven-, ölartig, Arist. u. Folgde.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιώδης:
1 похожий на елей, маслянистый (λιπαρότης Arst.);
2 похожий на маслину, масличный (βοτάναι Arst.; φυτά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιώδης: -ες, (εἶδος) καὶ Ἀττ. ἐλαώδης, ὅμοιος ἐλαίῳ, οὔρησεν ἐλαιῶδες Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1093· ὁ περιέχων ἔλαιον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1· ἐλαιόχρους, Διοσκ. 1. 92.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐλαιώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του
νεοελλ.
αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα»)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής.