ἱδρωτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱδρωτήριον''': τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ [[μέρος]] τοῦ λουτρῶνος [[ἔνθα]] ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, [[πυριατήριον]], [[ὑπόκαυστον]], Γλωσσ.
|lstext='''ἱδρωτήριον''': τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ [[μέρος]] τοῦ λουτρῶνος [[ἔνθα]] ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, [[πυριατήριον]], [[ὑπόκαυστον]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἱδρωτήριον]]) [[ιδρώω]]<br />[[θάλαμος]] εφίδρωσης με την [[επίδραση]] θερμών ατμών<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέσο]] με το οποίο προκαλείται [[ιδρώτας]].
}}
{{trml
|trtx====[[steam bath]]===
Chinese Mandarin: [[蒸汽浴]], [[蒸汽室]]; Finnish: höyrysauna; French: [[hammam]], [[bain de vapeur]]; Greek: [[ατμόλουτρο]]; Ancient Greek: [[ἄργελλα]], [[ἀφιδρωτήριον]], [[ἱδρωτήριον]], [[καπνιστήριον]], [[πυρία]], [[πυριατήριον]], [[πυρίη]], [[πυριητήριον]]; Hungarian: gőzfürdő; Icelandic: gufubað, eimbað; Latin: [[sudatorium]]; Polish: łaźnia parowa; Portuguese: [[banho de vapor]], [[banho a vapor]], [[banho turco]]; Russian: [[баня]], [[паровая баня]]; Spanish: [[baño de vapor]], [[baño turco]], [[sauna]]; Swedish: ångbad, ångbastu; Turkish: hamam; Yiddish: שוויץ, שוויצבאָד; Yup'ik: maqivik
}}
}}

Latest revision as of 08:02, 25 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱδρωτήριον Medium diacritics: ἱδρωτήριον Low diacritics: ιδρωτήριον Capitals: ΙΔΡΩΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hidrōtḗrion Transliteration B: hidrōtērion Transliteration C: idrotirion Beta Code: i(drwth/rion

English (LSJ)

τό, sudatorium, Glossaria: pl., ἱδρωτήρια = sudorifics, Paul.Aeg.3.74.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρωτήριον: τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ μέρος τοῦ λουτρῶνος ἔνθα ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, πυριατήριον, ὑπόκαυστον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

το (Α ἱδρωτήριον) ιδρώω
θάλαμος εφίδρωσης με την επίδραση θερμών ατμών
νεοελλ.
μέσο με το οποίο προκαλείται ιδρώτας.

Translations

steam bath

Chinese Mandarin: 蒸汽浴, 蒸汽室; Finnish: höyrysauna; French: hammam, bain de vapeur; Greek: ατμόλουτρο; Ancient Greek: ἄργελλα, ἀφιδρωτήριον, ἱδρωτήριον, καπνιστήριον, πυρία, πυριατήριον, πυρίη, πυριητήριον; Hungarian: gőzfürdő; Icelandic: gufubað, eimbað; Latin: sudatorium; Polish: łaźnia parowa; Portuguese: banho de vapor, banho a vapor, banho turco; Russian: баня, паровая баня; Spanish: baño de vapor, baño turco, sauna; Swedish: ångbad, ångbastu; Turkish: hamam; Yiddish: שוויץ, שוויצבאָד; Yup'ik: maqivik