μελέϊνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meleinos
|Transliteration C=meleinos
|Beta Code=mele/i+nos
|Beta Code=mele/i+nos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ashen</b>, IG22.1672.307, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.7.8</span>; cf. <b class="b3">μελίϊνος, μέλινος</b>.</span>
|Definition=η, ον, [[ashen]], IG22.1672.307, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.8; cf. [[μελίϊνος]], [[μέλινος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] = [[μελίϊνος]], eschen, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] = [[μελίϊνος]], eschen, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''μελέϊνος''': -η, -ον, = [[μέλινος]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελέϊνος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] μελίας, ο [[μελίινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελία]] «[[φλαμουριά]]», [[κατά]] το [[πτελέϊνος]], ή από το επίθ. [[μελίινος]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ι</i>- σε -<i>ε</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέϊνος Medium diacritics: μελέϊνος Low diacritics: μελέϊνος Capitals: ΜΕΛΕΪΝΟΣ
Transliteration A: meléïnos Transliteration B: meleinos Transliteration C: meleinos Beta Code: mele/i+nos

English (LSJ)

η, ον, ashen, IG22.1672.307, Thphr. HP 5.7.8; cf. μελίϊνος, μέλινος.

German (Pape)

[Seite 121] = μελίϊνος, eschen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελέϊνος: -η, -ον, = μέλινος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8.

Greek Monolingual

μελέϊνος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].