παραγλύφω: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraglyfo
|Transliteration C=paraglyfo
|Beta Code=paraglu/fw
|Beta Code=paraglu/fw
|Definition=[ῠ],<br><span class="bld">A</span> [[counterfeit]], τὰς σφραγῖδας D.S.1.78.<br><span class="bld">II</span> [[cut a notch]], παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.''Fract.''31, cf. Gal.2.461, ''UP''13.3.
|Definition=[ῠ],<br><span class="bld">A</span> [[counterfeit]], τὰς σφραγῖδας [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.78.<br><span class="bld">II</span> [[cut a notch]], παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.''Fract.''31, cf. Gal.2.461, ''UP''13.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγλύφω Medium diacritics: παραγλύφω Low diacritics: παραγλύφω Capitals: ΠΑΡΑΓΛΥΦΩ
Transliteration A: paraglýphō Transliteration B: paraglyphō Transliteration C: paraglyfo Beta Code: paraglu/fw

English (LSJ)

[ῠ],
A counterfeit, τὰς σφραγῖδας D.S.1.78.
II cut a notch, παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.Fract.31, cf. Gal.2.461, UP13.3.

German (Pape)

[Seite 474] ein fremdes Siegel nachmachen, es verfälschen, D. Sic. 1, 78; – oben einmeißeln, Hippocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-γλύφω, geneesk., een inkeping maken.

Russian (Dvoretsky)

παραγλύφω: (ῠ) (о печатях) подделывать (τὰς σφραγῖδας Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

παραγλύφω: [ῠ]: μέλλ. -ψω, παραχαράττω, τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγῖδας Διόδ. 1. 78· πρβλ. παρακόπτω. ΙΙ. ἀποξέω, Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 773, Γαλην. 2, 461, 17.

Greek Monolingual

Α
1. παραχαράσσω («ἤ τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγίδας», Διόδ.)
2. αποξέω σχηματίζοντας κοίλωμα, κοιλαίνω με λάξευση («παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γλύφω «λαξένω, σκαλίζω»].