τρηματώδης: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trimatodis | |Transliteration C=trimatodis | ||
|Beta Code=trhmatw/dhs | |Beta Code=trhmatw/dhs | ||
|Definition=τρηματῶδες, [[having a vent to the intestinal canal]], <b class="b3">ζῷα τ.</b>, opp. [[ἄτρητα]], Arist. ''HA''488a25 (unless the sentence is interpolated). | |Definition=τρηματῶδες, [[having a vent to the intestinal canal]], <b class="b3">ζῷα τ.</b>, opp. [[ἄτρητα]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488a25 (unless the sentence is interpolated). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:50, 24 November 2023
English (LSJ)
τρηματῶδες, having a vent to the intestinal canal, ζῷα τ., opp. ἄτρητα, Arist.HA488a25 (unless the sentence is interpolated).
German (Pape)
ες, = τρηματόεις, Arist. H.A. 1.1 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
τρημᾰτώδης: снабженный отверстием или отверстиями Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τρημᾰτώδης: -ες, ὁ ἔχων τρήματα, πλήρης ὀπῶν, διάτρητος, ζῷα τρ., ἀντίθ. τῷ ἄτρητα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 28), θὰ σημαίνῃ (κατὰ τὴν χρῆσιν τοῦ ὅρου παρὰ τοῖς νεωτέροις ζῳολόγοις), ὁ ἔχων ὀπὴν ὡς τέρμα τοῦ ἐντερικοῦ σωλῆνος.
Greek Monolingual
-ες / τρηματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τρῆμα, -ατος]
ο γεμάτος οπές
νεοελλ.
φρ. «τρηματώδεις σκώληκες» ή, απλώς, «οι τρηματώδεις»
ζωολ.
ομοταξία παρασιτικών πλατυελμίνθων με 6.250 περίπου είδη, κατανεμημένα σε 2 υφομοταξίες, τη διγένεα ή δίστομα και την ασπιδόγαστρα.